Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
«Ο πολιτισμένος κόσμος μας δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μεγάλη παρέλαση μασκαράδων…» Σοπενάουερ
Μ’ αφορμή το γεγονός της κατάληψης της νομικής από «ξένους», ζήσαμε και ζούμε το θρίαμβο της υποκρισίας της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της και το δράμα του να είσαι ξένος σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε οικονομική, κοινωνική και ηθική παρακμή.
Από τη μια, έχουμε εκείνους, που συμπαθούν τους ξένους «εξ αποστάσεως» και για τους οποίους ισχύει αυτό που περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι στους «Αδερφούς Καραμαζώφ»:«Οσο περισσότερο αγαπώ την ανθρωπότητα στο σύνολό της, τόσο λιγότερο αγαπώ το διπλανό μου. Στα όνειρά μου φαντάζομαι σχέδια για το καλό της ανθρωπότητας και ίσως ήμουν ακόμη και διατεθειμένος να σταυρωθώ για τη σωτηρία της. Παρόλα αυτά νιώθω ανίκανος να ζήσω δυο μέρες κλεισμένος σε ένα δωμάτιο μαζί με έναν άλλον.
Το γνωρίζω από την προσωπική μου εμπειρία, πως μόλις νιώσω κάποιον δίπλα μου μ’ ενοχλεί αφόρητα η παρουσία του και μου περιορίζει την ελευθερία μου. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο αρχίζω να τον μισώ ακόμα κι αν είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου».
Από την άλλη, έχουμε εκείνους που διακατέχονται από το «σύνδρομο του λεωφορείου». Όταν είναι στη στάση και σταματήσει ένα υπερπλήρες λεωφορείο, φωνάζουν στους ήδη στριμωγμένους επιβάτες να προχωρήσουν στους διαδρόμους και στην απάντηση των στριμωγμένων πως «δεν υπάρχει άλλος χώρος» ανταπαντούν επίμονα πως «με λίγη προσπάθεια θα βρεθεί χώρος» και για εκείνους. Στην επόμενη στάση είναι οι ίδιοι που θα φωνάξουν στους απέξω πως «δεν υπάρχει άλλος χώρος και καλά θα κάνουν να περιμένουν το επόμενο λεωφορείο».
Οι πρώτοι, «οι εξ αποστάσεως συμπαθούντες», είναι στην πλειονότητά τους αντιρατσιστές του γλυκού νερού που διαμένουν κυρίως σε συνοικίες, όπου οι μόνοι ξένοι είναι μέλη ξένων πρεσβειών ή στελέχη πολυεθνικών εταιρειών. Αγνοώντας προκλητικά την πολυπλοκότητα του προβλήματος, αντί να προσεγγίσουν το θέμα αναζητώντας εφικτές και μακροπρόθεσμες λύσεις, επιμένουν σε ουτοπικές λύσεις επιτείνοντας περισσότερο το πρόβλημα, βοηθώντας μακροπρόθεσμα μόνο εκείνους που μισούν τους ξένους.
Οι δεύτεροι, αγνοώντας πως όλοι είμαστε προσωρινοί επιβάτες λεωφορείου και μετανάστες ζωής, καμώνονται πως δεν είναι ρατσιστές και πως το μόνο που τους φοβίζει είναι η αλλοίωση της γενετικής καθαρότητας και η θρησκευτική αλλοτρίωση. Είναι οι ίδιοι που όταν το 1922 ήρθαν «τα αδέρφια τους» της προσφυγιάς, που πήγαν δήθεν να τα απελευθερώσουν, αίφνης, τα αδέρφια που ήρθαν στην μητέρα πατρίδα έγιναν τουρκόσποροι. Είναι εκείνοι που ήθελαν την Μικρά Ασία αλλά δίχως τους ανθρώπους της, τούρκους, αρμένηδες, κ.λ.π. αλλά ακόμα και έλληνες. Είναι οι ίδιοι που αγαπούν την Κύπρο, έτσι γενικά και αόριστα σαν ιδέα και έδαφος επέκτασης ζωτικού χώρου αλλά όχι και τους Κύπριους.
Και οι μεν και οι δε χρησιμοποιούν πολλές φορές σαθρά επιχειρήματα και συνειδητά ψέματα για να στηρίξουν τις θέσεις τους.
Οι πρώτοι, θα ήθελαν μια Ελλάδα που θα δεχόταν όποιον επιθυμούσε, δίχως όρια και δίχως κανόνες, αγνοώντας πως σε όλα τα πράγματα πάνω στη φύση υπάρχει μια κρίσιμη μάζα ή μια κρίσιμη κατάσταση. Ισχυρίζονται πως οι ξένοι δεν επηρεάζουν τις θέσεις εργασίας των ελλήνων και δεν ενισχύουν την ανεργία. Το απόλυτο ψέμα. Και βέβαια τις επηρεάζουν. Μπορεί να μην ενισχύουν τόσο την ανεργία των νέων κι αυτό είναι σωστό γιατί έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι νέοι μας δεν θα έκαναν τις δουλειές που κάνουν οι ξένοι ούτε με τα διπλάσια λεφτά, κι ας κάθονται στις καφετέριες να διαδίδουν το αντίθετο, ένα καλό άλλοθι της ήσσονος προσπάθειας και της εκλεκτικής οκνηρίας.
Οι δεύτεροι, θα ήθελαν μια «καθαρή από ξένους Ελλάδα», όπως ήταν η Σπάρτη του 6ου π. Χ. αιώνα, αγνοώντας πως η Σπάρτη δεν είχε καμιά πνευματική επίδοση. Αγνοώντας, πως ακόμα και ο εθνικός της ποιητής Τυρταίος ήταν μάλλον από την Ιωνία και πως δίχως τον Ηρόδοτο από την Αλικαρνασσό και τον Σιμωνίδη από την Κείο, κανείς σήμερα δεν θα είχε μάθει κάτι για την Σπάρτη, ούτε φυσικά για τον Λεωνίδα και τους 300..
Οι δεύτεροι, είναι εκείνοι, που οτιδήποτε δεν καταλαβαίνουν, οτιδήποτε έχει δύσπεπτη πνευματική ουσία, το ονομάζουν περιφρονητικά:«κουλτουριάρικο». Είναι εκείνοι που τρέμουν δήθεν για τον αφανισμό της φυλής μας, των παραδόσεών μας και των αξιών μας (τη μοναδική αξία που γνωρίζουν είναι το εύκολο χρήμα) εκδηλώνοντας την εχθρότητά τους εναντίον όλων των ξένων δίχως διάκριση. Γι αυτούς, όλοι οι ξένοι είναι εχθρικοί εισβολείς, παρότι γνωρίζουν πως δίχως τους ξένους η ελληνική γεωργική παραγωγή θα έπεφτε στα επίπεδα των αρχών του περασμένου αιώνα και πως ακόμα και ο μαϊντανός στις λαϊκές θα ήταν εισαγωγής. Αυτό που τους προκαλεί περισσότερο τη δήθεν οργή είναι όταν βλέπουν τους ξένους να διεκδικούν τα αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα που δικαιούται κάθε ελεύθερη ανθρώπινη ύπαρξη. Και τον 5ο π. Χ. αιώνα οι περισσότεροι που κυκλοφορούσαν στην αγορά και στην οδό Αθηνάς ήταν ξένοι, αλλά δούλοι και συμπεριφερόταν σαν δούλοι. Κανένας έλληνας της εποχής του Περικλή δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να μιλήσει εναντίον των δούλων γιατί ήταν χρήσιμα ζωντανά εργαλεία. Αν σήμερα μπορούσε κάθε ελληνική οικογένεια να έχει στην κατοχή της μερικούς ξένους- δούλους, δηλαδή χρήσιμα και φτηνά εργαλεία, όχι μόνο δεν θα υπήρχε ξενοφοβία αλλά απεναντίας θα τους φρόντιζαν και θα τους αγαπούσαν όπως φροντίζουν και αγαπούν τα σκυλιά τους γιατί αποτελούν μέρος της ιδιοκτησίας τους. Ακόμα κι αν δεν ήταν οι ξένοι δούλοι αλλά συμπεριφερόταν σαν δούλοι, αν με λίγα λόγια καθώς μπαίναμε στο λεωφορείο σηκωνόταν αμέσως να μας παραχωρήσουν τη θέση τους, αν δεν έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο ή ακόμα και αν τα έστελναν φρόντιζαν ώστε αυτά να είναι τελευταία στη βαθμολογία, αν καθώς τους μιλάγαμε δεν σήκωναν το βλέμμα να μας κοιτάξουν κατάματα, αν γενικώς συμπεριφερόταν έτσι ώστε να υποδηλώνουν εμφανώς ποιος είναι εδώ το αφεντικό, όπως π.χ. έπρεπε να συμπεριφέρονται οι ραγιάδες έλληνες προς τους αφέντες Οθωμανούς: «οφείλεις να μη μιλάς φωναχτά, να μην τραγουδάς, να μη χορεύεις, να μη γελάς μπροστά στον κόσμο, να μην καβαλικεύεις άλογο, να μη φοράς ρούχα πράσινα ή πολυτελή με φαρδιά μανίκια, να μη φοράς παπούτσια κόκκινα ή κίτρινα, να μη φοράς βράκες αρχοντικές με ουρά κ.λ.π., κ.λ.π.», αν οι ξένοι δεχόταν αυτά τα ταπεινωτικά «ΜΗ», τότε να είστε σίγουροι, πως κανένας έλληνας, ακόμα και ο πιο ακροδεξιός δεν θα είχε τίποτα εναντίον των ξένων. Θα τους αγαπούσαμε όπως τα σκυλιά μας.
http://kafeneio-gr.blogspot.com/
31/1/11
----------------------------------
-
«Ο πολιτισμένος κόσμος μας δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μεγάλη παρέλαση μασκαράδων…» Σοπενάουερ
Μ’ αφορμή το γεγονός της κατάληψης της νομικής από «ξένους», ζήσαμε και ζούμε το θρίαμβο της υποκρισίας της ελληνικής κοινωνίας στο σύνολό της και το δράμα του να είσαι ξένος σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε οικονομική, κοινωνική και ηθική παρακμή.
Από τη μια, έχουμε εκείνους, που συμπαθούν τους ξένους «εξ αποστάσεως» και για τους οποίους ισχύει αυτό που περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι στους «Αδερφούς Καραμαζώφ»:«Οσο περισσότερο αγαπώ την ανθρωπότητα στο σύνολό της, τόσο λιγότερο αγαπώ το διπλανό μου. Στα όνειρά μου φαντάζομαι σχέδια για το καλό της ανθρωπότητας και ίσως ήμουν ακόμη και διατεθειμένος να σταυρωθώ για τη σωτηρία της. Παρόλα αυτά νιώθω ανίκανος να ζήσω δυο μέρες κλεισμένος σε ένα δωμάτιο μαζί με έναν άλλον.
Το γνωρίζω από την προσωπική μου εμπειρία, πως μόλις νιώσω κάποιον δίπλα μου μ’ ενοχλεί αφόρητα η παρουσία του και μου περιορίζει την ελευθερία μου. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο αρχίζω να τον μισώ ακόμα κι αν είναι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου».
Από την άλλη, έχουμε εκείνους που διακατέχονται από το «σύνδρομο του λεωφορείου». Όταν είναι στη στάση και σταματήσει ένα υπερπλήρες λεωφορείο, φωνάζουν στους ήδη στριμωγμένους επιβάτες να προχωρήσουν στους διαδρόμους και στην απάντηση των στριμωγμένων πως «δεν υπάρχει άλλος χώρος» ανταπαντούν επίμονα πως «με λίγη προσπάθεια θα βρεθεί χώρος» και για εκείνους. Στην επόμενη στάση είναι οι ίδιοι που θα φωνάξουν στους απέξω πως «δεν υπάρχει άλλος χώρος και καλά θα κάνουν να περιμένουν το επόμενο λεωφορείο».
Οι πρώτοι, «οι εξ αποστάσεως συμπαθούντες», είναι στην πλειονότητά τους αντιρατσιστές του γλυκού νερού που διαμένουν κυρίως σε συνοικίες, όπου οι μόνοι ξένοι είναι μέλη ξένων πρεσβειών ή στελέχη πολυεθνικών εταιρειών. Αγνοώντας προκλητικά την πολυπλοκότητα του προβλήματος, αντί να προσεγγίσουν το θέμα αναζητώντας εφικτές και μακροπρόθεσμες λύσεις, επιμένουν σε ουτοπικές λύσεις επιτείνοντας περισσότερο το πρόβλημα, βοηθώντας μακροπρόθεσμα μόνο εκείνους που μισούν τους ξένους.
Οι δεύτεροι, αγνοώντας πως όλοι είμαστε προσωρινοί επιβάτες λεωφορείου και μετανάστες ζωής, καμώνονται πως δεν είναι ρατσιστές και πως το μόνο που τους φοβίζει είναι η αλλοίωση της γενετικής καθαρότητας και η θρησκευτική αλλοτρίωση. Είναι οι ίδιοι που όταν το 1922 ήρθαν «τα αδέρφια τους» της προσφυγιάς, που πήγαν δήθεν να τα απελευθερώσουν, αίφνης, τα αδέρφια που ήρθαν στην μητέρα πατρίδα έγιναν τουρκόσποροι. Είναι εκείνοι που ήθελαν την Μικρά Ασία αλλά δίχως τους ανθρώπους της, τούρκους, αρμένηδες, κ.λ.π. αλλά ακόμα και έλληνες. Είναι οι ίδιοι που αγαπούν την Κύπρο, έτσι γενικά και αόριστα σαν ιδέα και έδαφος επέκτασης ζωτικού χώρου αλλά όχι και τους Κύπριους.
Και οι μεν και οι δε χρησιμοποιούν πολλές φορές σαθρά επιχειρήματα και συνειδητά ψέματα για να στηρίξουν τις θέσεις τους.
Οι πρώτοι, θα ήθελαν μια Ελλάδα που θα δεχόταν όποιον επιθυμούσε, δίχως όρια και δίχως κανόνες, αγνοώντας πως σε όλα τα πράγματα πάνω στη φύση υπάρχει μια κρίσιμη μάζα ή μια κρίσιμη κατάσταση. Ισχυρίζονται πως οι ξένοι δεν επηρεάζουν τις θέσεις εργασίας των ελλήνων και δεν ενισχύουν την ανεργία. Το απόλυτο ψέμα. Και βέβαια τις επηρεάζουν. Μπορεί να μην ενισχύουν τόσο την ανεργία των νέων κι αυτό είναι σωστό γιατί έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι νέοι μας δεν θα έκαναν τις δουλειές που κάνουν οι ξένοι ούτε με τα διπλάσια λεφτά, κι ας κάθονται στις καφετέριες να διαδίδουν το αντίθετο, ένα καλό άλλοθι της ήσσονος προσπάθειας και της εκλεκτικής οκνηρίας.
Οι δεύτεροι, θα ήθελαν μια «καθαρή από ξένους Ελλάδα», όπως ήταν η Σπάρτη του 6ου π. Χ. αιώνα, αγνοώντας πως η Σπάρτη δεν είχε καμιά πνευματική επίδοση. Αγνοώντας, πως ακόμα και ο εθνικός της ποιητής Τυρταίος ήταν μάλλον από την Ιωνία και πως δίχως τον Ηρόδοτο από την Αλικαρνασσό και τον Σιμωνίδη από την Κείο, κανείς σήμερα δεν θα είχε μάθει κάτι για την Σπάρτη, ούτε φυσικά για τον Λεωνίδα και τους 300..
Οι δεύτεροι, είναι εκείνοι, που οτιδήποτε δεν καταλαβαίνουν, οτιδήποτε έχει δύσπεπτη πνευματική ουσία, το ονομάζουν περιφρονητικά:«κουλτουριάρικο». Είναι εκείνοι που τρέμουν δήθεν για τον αφανισμό της φυλής μας, των παραδόσεών μας και των αξιών μας (τη μοναδική αξία που γνωρίζουν είναι το εύκολο χρήμα) εκδηλώνοντας την εχθρότητά τους εναντίον όλων των ξένων δίχως διάκριση. Γι αυτούς, όλοι οι ξένοι είναι εχθρικοί εισβολείς, παρότι γνωρίζουν πως δίχως τους ξένους η ελληνική γεωργική παραγωγή θα έπεφτε στα επίπεδα των αρχών του περασμένου αιώνα και πως ακόμα και ο μαϊντανός στις λαϊκές θα ήταν εισαγωγής. Αυτό που τους προκαλεί περισσότερο τη δήθεν οργή είναι όταν βλέπουν τους ξένους να διεκδικούν τα αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα που δικαιούται κάθε ελεύθερη ανθρώπινη ύπαρξη. Και τον 5ο π. Χ. αιώνα οι περισσότεροι που κυκλοφορούσαν στην αγορά και στην οδό Αθηνάς ήταν ξένοι, αλλά δούλοι και συμπεριφερόταν σαν δούλοι. Κανένας έλληνας της εποχής του Περικλή δεν θα μπορούσε να διανοηθεί να μιλήσει εναντίον των δούλων γιατί ήταν χρήσιμα ζωντανά εργαλεία. Αν σήμερα μπορούσε κάθε ελληνική οικογένεια να έχει στην κατοχή της μερικούς ξένους- δούλους, δηλαδή χρήσιμα και φτηνά εργαλεία, όχι μόνο δεν θα υπήρχε ξενοφοβία αλλά απεναντίας θα τους φρόντιζαν και θα τους αγαπούσαν όπως φροντίζουν και αγαπούν τα σκυλιά τους γιατί αποτελούν μέρος της ιδιοκτησίας τους. Ακόμα κι αν δεν ήταν οι ξένοι δούλοι αλλά συμπεριφερόταν σαν δούλοι, αν με λίγα λόγια καθώς μπαίναμε στο λεωφορείο σηκωνόταν αμέσως να μας παραχωρήσουν τη θέση τους, αν δεν έστελναν τα παιδιά τους στο σχολείο ή ακόμα και αν τα έστελναν φρόντιζαν ώστε αυτά να είναι τελευταία στη βαθμολογία, αν καθώς τους μιλάγαμε δεν σήκωναν το βλέμμα να μας κοιτάξουν κατάματα, αν γενικώς συμπεριφερόταν έτσι ώστε να υποδηλώνουν εμφανώς ποιος είναι εδώ το αφεντικό, όπως π.χ. έπρεπε να συμπεριφέρονται οι ραγιάδες έλληνες προς τους αφέντες Οθωμανούς: «οφείλεις να μη μιλάς φωναχτά, να μην τραγουδάς, να μη χορεύεις, να μη γελάς μπροστά στον κόσμο, να μην καβαλικεύεις άλογο, να μη φοράς ρούχα πράσινα ή πολυτελή με φαρδιά μανίκια, να μη φοράς παπούτσια κόκκινα ή κίτρινα, να μη φοράς βράκες αρχοντικές με ουρά κ.λ.π., κ.λ.π.», αν οι ξένοι δεχόταν αυτά τα ταπεινωτικά «ΜΗ», τότε να είστε σίγουροι, πως κανένας έλληνας, ακόμα και ο πιο ακροδεξιός δεν θα είχε τίποτα εναντίον των ξένων. Θα τους αγαπούσαμε όπως τα σκυλιά μας.
- Το πρόβλημα των ξένων είναι «το θράσος τους» να απαιτούν ανθρώπινη μεταχείριση. Αυτό για τον μέσο σύγχρονο έλληνα λέγεται ύβρις, όχι ρατσισμός.[1]
- Εμείς οι έλληνες δεν είμαστε ρατσιστές ούτε υποκριτές. Το απαγορεύουν το σύνταγμα και η θρησκεία μας!
http://kafeneio-gr.blogspot.com/
31/1/11
----------------------------------
-
No comments:
Post a Comment
Only News