Friday, September 9, 2011

Εγκληματικότητα και κοινωνικές δομές....

Άρθρο του καθηγητή και πρώην Πρύτανη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. κ. Βασίλη Φίλια, από το βιβλίο του, “Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις” [εκδοτικό ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, έκδοση 1997], σελίδες 148-159].
Θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι τα κρούσματα ληστειών, που σημειώθηκαν τον τελευταίο καιρό, είναι τυχαία και σαν φαινόμενα παροδικά. Η αδεξιότητα και ο κακός προγραμ­ματισμός των «επιχειρήσεων» δεν θα πρέπει να μας ξεγελά­νε ούτε από την άποψη της σοβαρότητας αυτών των εκδηλώ­σεων ούτε, πολύ περισσότερο, από την άποψη του κινδύ­νου επανάληψης αυτών των περιστατικών σε μεγαλύτερη κλί­μακα καί με καλύτερη οργάνωση. Είναι χαρακτηριστικό ότι βαθμιαία αλλάζει η τυπική εικόνα της ελληνικής εγκλημα­τικότητας με μια συνεχή τάση ενίσχυσης του στοιχείου της βίαιης αδικοπραγίας.
Τη θέση του μικρολωποδύτη, του απατεώ­να παίρνουν στοιχεία, που λειτουργούν με «οπλισμένο χέρι»- μια μετατόπιση, που οπωσδήποτε έχει τη σημασία της και πρέπει να ερμηνευτεί. Πρόκειται για ένα φαινόμενο σχετικά νέο για την Ελλάδα, ασφαλώς, όμως όχι για ένα φαινόμενο στε­νά ελληνικό, αλλά για ένα φαινόμενο παγκόσμιο.
Αρκεί ν’ αναφερθούμε στην έκθεση του πρώην υφυπουργού Δικαιοσύνης της Γαλλίας Αλλέν Περεφίτ και στα πρόσφατα αμε­ρικανικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι στις ΗΠΑ κάθε έξι ώρες γίνεται ένας φόνος και κάθε είκοσι λεπτά γίνεται μια ληστεία. Κοινό χαρακτηριστικό της εξέλιξης και εκεί και εδώ είναι η κάθετη αύξηση της εγκληματικότητας των εφήβων και των νέων ανθρώπων γενικότερα. Γιατί; Βγήκαν ξαφνικά τα κακά «έν­στικτα» των ανθρώπων στην επιφάνεια ή για κάποιο μυστη­ριώδη λόγο είναι πιο κακοί απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν; Και γιατί τώρα και όχι πριν; Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γε­γονός – κοινό κι αυτό σ’ όλες τις χώρες – ότι στη συμπεριφορά των νεαρών εγκληματιών διαπιστώνεται ένα στοιχείο της μορφής «όλα ή, τίποτα» και μια διάθεση μη υπολογι­σμού των συνεπειών που φτάνει στα όρια της αυτοκατα­στροφής. Τι σημαίνουν όλ’ αυτά αν όχι ότι νοσεί βαθύτα­τα το κοινωνικό σώμα που παράγει τον τύπο αυτό του ανθρώ­που χωρίς οίκτο και ελπίδα που λειτουργεί εγκληματικά; Τώ­ρα πια, που η επιστήμη έχει διευκρινίσει το θέμα και ξέ­ρουμε ότι η κατηγορία των «εκ γενετής εγκληματιών», των εγκληματικών «φύσεων» είναι οριακή, είμαστε απόλυτα σε θέση και να αντιληφθούμε ότι κάθε μορφής αντικοινωνική συμπε­ριφορά ξεκινάει από κοινωνικά αίτια. Εγκληματώ, μεταφρά­ζεται φέρομαι εχθρικά και επιθετικά απέναντι σ’ ένα περιβάλλον,το οποίο «εισπράττω» σαν εχθρικό και επιθετικό. Ο βαθμός της έντασης της αντίδρασης κατά του κοινωνικού περιβάλ­λοντος, που τελικά, ακόμα κι όταν «προσαρμόζομαι» το νιώ­θω σαν απειλή και εμπόδιο, είναι δευτερεύουσας σημασίας. Το πρωτεύον είναι πού βρίσκονται οι αιτίες της παθογένειας, οι νοσογόνες εστίες. Ο Αλλε ν Περεφίτ απλουστεύει τα πράγμα­τα ρίχνοντας το βάρος σ’ αυτό που κάποτε ο Γερμανός ψυ­χίατρος και ψυχοκοινωνιολόγος Μίτσερλιχ αποκάλεσε «το άξε­νο» των σύγχρονων πόλεων. Χρονική πίεση, θόρυβοι, συνύπαρ­ξη μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε περιορισμένο χώρο, αδυνα­μία γαλήνης και ιδιαίτερα για τους νέους, αδυναμία οργα­νικής εκτόνωσης μέσα στο φυσικό περιβάλλον, που επιτεί­νει το άγχος και την αίσθηση αδιεξόδου, το οποίο δημιουρ­γούν όλοι οι προηγούμενοι παράγοντες. Κατά την γνώμη μου η ερμηνεία αυτή είναι έντονα ψυχολογιοτική, μένει στο επι­φαινόμενο, δεν αγγίζει την καρδιά του προβλήματος. Ένα περιβάλλον ασυμπαθές, δυσάρεστο, ενοχλητικό μπορεί να λειτουργήσει σαν επιταχυντικός συντελεστής, στην εκδήλωση μιας αντικοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά δεν μπορεί να εξη­γήσει τους λόγους της γέννησης της, να φτάσει στις ρί­ζες του κακού. Πολλοί νέοι άνθρωποι πιστεύουν ότι η κοι­νωνία τους αρνείται την απόκτηση «αγαθών», που η ίδια τους έχει μάθει να θεωρούν το α και το ω της ζωής. Δεν μπο­ρούν να τ’ αποκτήσουν νόμιμα, προσπαθούν με κάθε μέ­σο να τ’ αποκτήσουν παράνομα. Εκεί βρίσκεται το κλειδί της ερμηνείας της ραγδαίας αύξησης της εγκληματικότητας των νέων στις χώρες του ώριμου καπιταλισμού. Σε κοινωνικές διαμορφώσεις όπου το πρότυπο της επιτυχίας συνδυάζεται με το «ιδεώδες» της αχαλίνωτης απόκτησης πραγμάτων και το «ι­δεώδες» αυτό γίνεται πάθος με το μαστίγιο της διαφή­μισης, μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων χάνουν τελείως τον προ­σανατολισμό τους και περνάνε στην περιοχή της αντικοινω­νικής συμπεριφοράς. Η έννοια της κοινωνικής αδικίας για τους ανθρώπους αυτούς που έχουν γίνει άκριτοι κάτω από την επιρροή των μέσων μαζικής προπαγάνδας και διαφήμισης, προσωποποιείται, δεν παίρνει πολιτική διάσταση.
Δεν είναι διεκδίκηση βελτίωσης των όρων διαβίωσης, ούτε αίτημα δίκαιης κατανομής του εθνικού πλούτου. Είναι προ­σπάθεια περάσματος στην τάξη εκείνων «που τα έχουν» με πα­ράνομους τρόπους μέσα σε μια κοινωνία, που τα αξιοκρα­τικά μεγέθη έχουν υποκατασταθεί από τα πιο χυδαιο-υλιστικά οράματα επιτυχίας και ευτυχίας. Ο νέος άνθρωπος σήμερα που δεν πολιτικοποιείται μένει έκθετος κι απροστάτευτος σ’ αυτόν τον φοβερό διαφημιστικό καταιγισμό, που του αυξάνει πρόωρα και στο έπακρο την ανάγκη ν’ αποκτήσει τα μέσα της «ευτυχίας», δηλαδή τα πράγματα εκείνα, που υποτίθεται ότι θα του δώσουν χαρά και νόημα ζωής. Πρόκειται για μια ανάγκη, που όταν δεν ικανοποιείται ο «κατασκευασμένος» σ’ αυτό το μοντέλο άνθρωπος αισθάνεται παραπεταμένος, μηδενικό, κοινωνικό σκουπίδι.
Εκεί λοιπόν πρέπει ν’ αναζητήσουμε τους λόγους της αύ­ξησης της νεανικής εγκληματικότητας. Σε μια κοινωνία όπου η αξία των πραγμάτων τοποθετείται πάνω από τον άνθρωπο και συστηματικά καλλιεργείται η αντίληψη ότι η «ευτυχία» αγορά­ζεται, προάγεται και «παράγεται» πλέον μαζικά το έγκλημα. Και όταν η συνολική κοινωνία λειτουργεί σ’ αυτό το επίπεδο δεν αρκούν ούτε οικογενειακές νουθετήσεις,ούτε ιεραπο­στολικά κηρύγματα, ούτε οι παρεμβάσεις ψυχολόγων και ψυ­χιάτρων. Τό ξεστράτισμα ξεκινάει από τον τρόπο, που η κυρίαρ­χη ιδεολογία στην κοινωνία μας εκτιμά, τοποθετεί και κλιμακώ­νει τις αξίες. Το ξεστράτισμα των νέων δεν είναι παρά μια «φυσιολογική», αναπόφευκτη συνέπεια. Γι” αυτό άλλωστε και δεν πιστεύω ότι ανασταλτικά ή κατασταλτικά μέτρα πρόκει­ται ν’ ανακόψουν την αυξανόμενη ροπή προς την παρανομία και το έγκλημα. Όχι πριν να γίνουν ριζικές αξιολογικές ανατοποθετήσεις της ζωής μας, που φυσικά δεν είναι δυνατές πριν να προηγηθεί μια βαθύτατη αλλαγή των δομών και της μορφής της κοινωνικής μας ζωής, που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να γεννηθεί ένας ανθρωπινότερος, πολυδιάστατος και ισορροπημένος  τύπος ανθρώπου.
Η περίπτωση της Αμερικής είναι αναμφισβήτητα η πιο χαρακτηριστική. Εκεί όπου ο πλούτος, η ευμάρεια και η αφθονία προκαλούν ίλιγγο, εκεί έχει φωλιάσει και το έγκλημα και η τρέλα σε μορφές, διάσταση και τραχύτητα εντελώς α­διανόητες για τον υπόλοιπο κόσμο. Οι δολοφονίες των επώνυ­μων – του Τζων και του Ρόμπερτ Κέννεντυ, του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και τόσων άλλων – δεν είναι παρά ο ματω­μένος αφρός, η απειροελάχιστη έκφραση μιας εγκληματικο-παρανοϊκής φρίκης, που συνέχει ολόκληρη την Αμερική.
Την Αμερική, όπου – όπως αποκάλυψε ένας από τους άρ­χοντες του υποκόσμου, ο «ηγέτης» του συνδικάτου των μετα­φορών Χόφα – μπορείς να μισθώσεις έναν τέλεια ασκημένο δολοφόνο για οποιοδήποτε «καθάρισμα» έναντι δυο χιλιάδων! δολαρίων. Την Αμερική,όπου «νονοί» και μαφιόζοι εισπράτ­τουν «εισφορές» επί μονίμου βάσεως και ξεμπερδεύουν με τους δυοτροπούντες με συνοπτική διαδικασία.
Την Αμερική,όπου «οπαδοί του Σατανά» διαπράττουν ανα­τριχιαστικά ομαδικά εγκλήματα. Την Αμερική,όπου σε μια πο­λιτεία δεκάδες μικρά νεγράκια βρίσκουν φριχτό θάνατο από ασύλληπτους δολοφόνους. Την Αμερική,όπου αν κάνεις το λά­θος να κυκλοφορήσεις με μερικές δεκάδες δολάρια στην τσέπη σου και όχι με τσεκ, κινδυνεύεις να χάσεις τη ζωή σου. Την Αμερική,όπου παιδιά δώδεκα και δεκατριών χρόνων κά­νουν χόλντ-απ και εξοντώνουν αμείλικτα όποιον αντισταθεί. Την Αμερική,όπου ο «αρχηγός» μιας αίρεσης διατάσσει την ομαδική αυτοκτονία εκατοντάδων ανθρώπων και ακολουθείται τυφλά.
Την Αμερική, όπου «προφήτες», «μεσσίες», ιεραπόστολοι δηλώνουν από τον άμβωνα και τα τηλεοπτικά κανάλια ότι βρίσκονται σε άμεση επικοινωνία με το Θεό και προβλέπουν την επικείμενη συντέλεια του κόσμου αν δεν συντριβεί άμεσα και  με όλα τα μέσα το κομμουνιστικό μίασμα και η Σοβιετική Ρωσία. Την Αμερική τέλος, όπου το έγκλημα έχει τέ­τοια έκταση, ώστε μόνο ένα μικρό κλάσμα (10-15%) των εγκληματιών συλλαμβάνεται και η μεγάλη μάζα διαφεύγει ατιμώρητη.
Και ερωτάται: Είναι άραγε – όπως πολλοί απολογητές θέ­λουν να πιστεύουν και ισχυρίζονται – αυτό το τίμημα της ελευθερίας; Είναι το τίμημα της ελευθερίας το έγκλημα και η τρέλα, το δίκαιο του ισχυρότερου και ο νόμος της ζούγκλας; Είναι το τίμημα της ελευθερίας ο φόβος, η ανασφάλεια, το άγχος, η ασυδοσία, η ανομικότητα, το χάος; Και μπορεί να επι­ζήσει μια κοινωνία όπου ο νόμος και η τάξη λειτουργούν αποτελεσματικά μόνο απέναντι στους όποιους πολιτικούς αντι­πάλους του συστήματος, ενώ αφήνονται τεράστια περιθώρια διαφυγής στο απροκάλυπτο έγκλημα και τη νομιμοποιημένη παρανομία;
Η απάντηση μας, βέβαια, είναι όχι. Όχι διότι ελευθε­ρία δεν είναι δυνατό να υπάρξει χωρίς τάξη, όχι διότι η ελευθερία, που γίνεται ασυδοσία, είναι φοβερός κατα­ναγκασμός και έσχατη απειλή για τους πολλούς, που δεν παρανομούν και δεν εγκληματούν. Όχι, γιατί μια κοινωνία, που έχει καθημερινοποιημένο το έγκλημα, είναι μια κοινω­νία σε αδιέξοδο, και σε μια κοινωνία με αδιέξοδο η ελευθερία τελικά καταντάει πρόφαση και επίφαση.
Γιατί όμως η αμερικανική κοινωνία εκφράζει – όσο καμιά άλλη – αυτό το αδιέξοδο, που απλά συμπτώματα του είναι το έγκλημα και η παράκρουση; Μεγάλο θέμα, που η πλήρης ανάλυση του θ’ απαιτούσε όχι ένα, αλλά δέκα και είκοσι άρθρα. Όμως είναι σαφές ότι σε μια κοινωνία όπου ισχύει ο ανταγωνισμός χωρίς όρια σαν βασικός γνώμονας ζωής, ανταγωνισμός, που κάνει τον κάθε άνθρωπο λύκο για τον άλ­λο άνθρωπο, τα όρια ανάμεσα στο νόμιμο και το παράνομο, ακόμα και το έγκλημα, γίνονται πολύ δυσδιάκριτα.
Είναι σαφές ότι σε μια κοινωνία όπου η «δίψα για χρυσό» όχι μόνο απολυτοποιείται, αλλά και καθαγιάζεται, το ποιος είναι εγκληματίας κρίνεται από το αποτέλεσμα, πράγμα, που πρακτικά σημαίνει ότι μόνο αυτός που αποτυχαίνει στιγματίζεται ως εγκληματίας, εκείνος, που πετυχαίνει κοινω­νικά «νομιμοποιείται» και εξαγνίζεται ανεξάρτητα από τα μέσα που μετήλθε για να πετύχει. Είναι σαφές ότι σε μια κοινωνία όπου ο ύψιστος δείκτης επιτυχίας είναι ο πλούτος και το εισόδημα, η δελεαστικότητα του εγκλήματος για να τον αποκτήσεις, γίνεται πολύ μεγαλύτερη και η αποτρεπτικότητα του νόμου και της ενδεχόμενης κύρωσης εκμηδενίζεται. Από το άλλο μέρος ο μικρός άνθρωπος της καθημερινής ζωής, ο άνθρωπος του μόχθου και της ασημότητας εξωθείται στα όρια της τρέλας, γιατί η κοινωνία δεν του παρέχει αντισταθμιστικές αξίες για να πιαστεί και να στηρίξει ένα νόημα ζωής. Τρέλα ή καταφυγή σε σκοταδιστικές δαιμονολογικές δοξασίες και αποκτηνωτικές τελετουργίες με όλα τα χαρακτηριστικά της ομαδικής ψύχωσης ή τέλος – στην καλύτερη περίπτωση – αυτοεγκατάλειψη, αλκοολισμός, βαθύ αίσθημα αποφριγμένου και πεταμένου, ο απέραντος και σκοτεινός κόσμος της νεύρωσης.
Η λεγόμενη «έξαρση της εγκληματικότητας» και στη χώρα μας σαφώς κινείται σ’ ένα αντίστοιχο πλαίσιο.
Υπάρχει η διάχυτη εντύπωση ότι η «έξαρση» αυτή θα ξεπεραστεί με καλύτερα μέτρα αστυνόμευσης, με αυστηρότερες ίσως ποινές, με αποτελεσματικότερη από κάθε άποψη λειτουργία των μηχανισμών καταστολής. Είναι όμως η υπόθεση του εγκλήματος ζήτημα καταστολής, μπορεί ν’ αντιμετωπισθεί «κατά φάσεις» και περιπτωσιακά με ενίσχυση του πλέγματος επιτήρησης; Και πώς δεν θα φτάσουμε με βήμα ταχύ σε μορφές εγκληματικότητας και τρόπους έκνομης και αντικοινωνικής δράσης δυτικοευρωπαϊκού ή ακόμα αμερικανικού τύπου;
Τα πολλαπλασιαζόμενα κρούσματα ληστειών δείχνουν ότι ο λωποδύτης, ο πορτοφολάς, ο «μπουκαδόρος», δίνουν τη θέση τους σε βιαιότερες εγκληματικές κατηγορίες. Είναι αρκετή η ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής για ν’ ανακοπεί, να σταματήσει η πορεία αυτή;
Ασφαλώς όχι. Τον εγκληματία εννιά στις δέκα περιπτώσεις τον φτιάχνει ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, ένας τρόπος ζωής. Και είναι αυτός ο τρόπος ζωής, που προδιαγράφει με μαθηματική θα λέγαμε ακρίβεια, τις μορφές, που παίρνει το έγκλημα. Είναι φυσικά δύσκολο και να σκιαγραφήσει έστω κανείς μια κοινωνία στα πλαίσια μιας περιορισμένης ανάλυσης. Αξίζει όμως να δούμε μερικά κύρια χαρακτηριστικά της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, που εξηγούν την άνοδο της εγκληματικότητας.
Μέσα σε μια τριακονταετία οι μισοί σχεδόν αγρότες άφησαν τα χωριά τους κι εγκαταστάθηκαν στις πόλεις. Εγκαταστάθηκαν ακολουθώντας όχι το κάλεσμα της βιομηχανίας, όχι τις σειρήνες των εργοστασίων, αλλά μια ακαθόριστη ελπίδα να ζήσουν έξω από τη μιζέρια της ελληνικής αγροτικής ζωής, μακριά από ένα μόχθο χωρίς απόδοση και αμοιβή.
«Αναπτύχθηκαν» οι πόλεις και δημιουργήθηκε αυτό το τερατούργημα από τσιμέντο και άσφαλτο, των εκατομμυρίων ανθρώπων που είναι η σημερινή περιφέρεια πρωτευούσης. Στα τριάντα αυτά χρόνια, οι άνθρωποι έμαθαν να επιβιώνουν στις πόλεις με δουλειές «του ποδαριου», με χίλιες δυο μεσολαβήσεις, ευκαιριακά και απρογραμμάτιστα.
Η πόλη δεν τους έδωσε μια νέα παραγωγική απασχόληση στη θέση της αγροτικής. Τους δίδαξε, αντίθετα, ότι το ψωμί βγαίνει πολύ δύσκολα για όσους πραγματικά δουλεύουν και κοπιάζουν και πολύ εύκολα για όσους ξέρουν να «πιάνουν την καλή», για τους κομπιναδόρους και τους καταφερτζήδες.

Κι αυτό το μήνυμα πέρασε στη νέα γενιά, που δεν είχε ποτέ γνωρίσει τη σκληρή αγροτική ζωή. Και πέρασε σ’ ολόκληρη την ελληνική ύπαιθρο προκαλώντας μια μαζική πλέον εγκατάλειψη της επαρχίας και του χωριού, όχι από τους άπορους, αλλά κι από τους εύπορους αγρότες
.
Έτσι προωθήσαμε ένα «μοντέλο» ζωής, ένα υπόδειγμα διαβίωσης, που περιφρονεί όσους πραγματικά παράγουν και προσφέρουν, όσους κρατάνε όρθια την οικονομία αυτού του τόπου και δίνουν τα απαραίτητα εκείνα αγαθά για να ζούμε εμείς οι υπόλοιποι. Περιφρονούμε τις «μουτζούρικες δουλειές», τη χειρωνακτική εργασία και τροφοδοτούμε ένα τεράστιο προλεταριάτο ημιμαθών με απολυτήρια γυμνασίων ή ακόμα και Πανεπιστημίου, που ελπίζουν ότι η «μόρφωση» θα τους επιτρέπει «αβρόχοις ποσίν», άκοπα, να λύσουν το πρόβλημα της ζωής τους. Μήπως η «έξαρση» του εγκλήματος είναι η απάντηση στη διάψευση αυτής της ελπίδας, στη διάψευση του ελληνικού – κάτι αντίστοιχο με το αμερικανικό – ονείρου;
Ασφαλώς ναι. Αλλά όχι μόνο αυτό. Η σύγχρονη ελληνική κοινωνία έχει δεχτεί ένα πρότυπο ζωής που ξεπερνάει κατά πολύ τις δυνατότητες της. Η κοινωνία της κατανάλωσης και της αφθονίας, που στις βιομηχανικές κοινωνίες του ώριμου καπιταλισμού ανταποκρί­νονται σε μια ανάγκη επιβίωσης του συστήματος, που διαφο­ρετικά θα πνιγόταν στα αγαθά που παράγει, στην Ελλάδα οδη­γεί σε μια κατασπατάληση όλου του διαθέσιμου πλεονάσματος της οικονομίας που θα έπρεπε να κατευθύνεται σε παραγωγικές επενδύσεις. Αντίστοιχα, διαμορφώνεται και η εικόνα του «επι­τυχημένου» σ’ αυτή τη χώρα.
Αν δεν είσαι σε θέση να ξοδεύεις αλόγιστα, να καταναλώ­νεις ό,τι σου προσφέρει η διαφήμιση και να επιδεικνύεσαι με την «απλοχεριά» σου θεωρείσαι από τους άλλους αποτυ­χημένος κι αποκτάς κι ο ίδιος την αίσθηση της εκμηδένι­σης και της αποτυχίας. Με τον τρόπο αυτό χάνεται κάθε εσωτερικός έλεγχος, κάθε ουσιαστική αξιολόγηση των πραγμάτων, κάθε κριτή­ριο. Είμαστε όπως μας βλέπουν οι άλλοι, που μας βλέπουν και μας κατατάσσουν με βάση αυτό που μπορούμε να ξοδέ­ψουμε και να επιδείξουμε σε πλούτη και πολυτέλεια.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα δεν είναι φυσικό να μην μπο­ρούν ν’ αντισταθούν όλο και περισσότεροι άνθρωποι στον πειρασμό ν’ αποκτήσουν παράνομα ό,τι δεν είναι εύκολο ν’ αποκτήσουν νόμιμα; Η καταρράκωση των αξιών μέσα σε κοι­νωνία «εξοδευτική», επιδεικτική και αντιπαραγωγική δεν είναι φυσικό να οδηγεί στην «διαφθορά του ήθους των νέων»; Με τι τρόπο ν’ αντιδράσει το σπίτι και το σχολείο στην εισβολή της «κουλτούρας» των διαφημίσεων, στην έλξη του «επιτυχημένου»;
Το πράγμα λοιπόν πάει πολύ βαθύτερα απ’ ό,τι θέλουν να το βλέπουν οι υπηρεσιακοί παράγοντες. Η ανάπτυξη αντικινήτρων προς το έγκλημα είναι το πρωταρχικό πρόβλη­μα. Η καταστολή του βρίσκεται σε απόλυτη συνάρτηση και εξάρτηση με τη δημιουργία ευρύτερων τέτοιων κοινωνικών, όχι απλά ποινικών, αντικινήτρων. Η επεξεργασία όμως των αντικινήτρων αυτών απαιτούν τη συμβολή παιδαγωγών, ψυχολό­γων και κοινωνιολόγων, που θα διερευνήσουν τις συνέπειες, που έχει η κατολίσθηση των παραδοσιακών αξιών στην κοι­νωνία της εποχής μας.
Μόνο έτσι μπορεί να χτυπηθεί το έγκλημα εκεί που γεν­νιέται, στις ρίζες του. Διαφορετικά αντιδρούμε υποχρεωτι­κά κατά τρόπο μηχανιστικό, εκεί και όταν εκδηλώνεται η εγκληματική δράση οπότε είναι πλέον πολύ αργά.
Εκείνο που πρέπει να γίνει απόλυτα σαφές σε μια βα­θύτερη προσέγγιση του προβλήματος είναι ότι το έγκλημα δεν είναι ποτέ μια πράξη, που στρέφεται αποκλειστικά εναντίον του άλλου, αλλά κλείνει μέσα της πάντοτε ένα στοιχείο αυτοκαταστροφής. Και δεν εννοώ το πράγμα θεωρητι­κά, αλλά εντελώς πρακτικά και χειροπιαστά. Δεν με απασχο­λεί αυτή τη στιγμή το θεωρητικό ερώτημα ποιο είναι το νόη­μα του εγκλήματος. Οπωσδήποτε είναι ενέργεια αντικοινωνική και σαν τέτοια σε τελευταία ανάλυση στρέφεται και εναντίον του ίδιου του δράστη, που και αυτός είναι μέλος της κοινωνίας. Δεν με απασχολεί όμως η άποψη αυτή του θέματος. Το ερώτημα μου είναι αν ένας άνθρωπος με εσωτερική ισορρο­πία και ευστάθεια, ένας άνθρωπος ζυγισμένος και ικανοποιη­μένος με τον εαυτό του θα έφτανε ποτέ στο προμελετημέ­νο έγκλημα. Δεν το πιστεύω σε καμιά περίπτωση και γι” αυτό είμαι της γνώμης ότι πρέπει ν’ αναζητηθούν οι κύριοι συντελεστές της ψυχικής ανισορροπίας, οι κύριες αιτίες του ανικανοποίητου, που οδηγούν στο έγκλημα. Βέβαια εύκολο είναι να πούμε ότι ο εγκληματίας είναι μια «εκ γενετής» ανώμαλη προσωπικότητα και να κλείσουμε τον φάκελο. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα κι ευτυχώς η σύγχρονη έρευ­να έδειξε πόσο περιορισμένη, πόσο πραγματικά πολύ μικρή είναι η κατηγορία των ανθρώπων που εγκληματούν, διότι είναι αθεράπευτα άρρωστοι. Μια άλλη εξ ίσου άγονη, θα μπο­ρούσε να πει κανείς, γραμμή είναι η προσπάθεια να ερμη­νευθεί το έγκλημα στη βάση μιας εντελώς εξατομικευτικής ψυχολογίας.
Το να αμφισβητήσει κανείς την ύπαρξη ατομικών ψυχολο­γικών όρων σε κάθε εγκληματική περίπτωση θα ήταν ανόητο. Δεν είναι όμως εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα δεν είναι το ιστο­ρικό και η ψυχολογική εικόνα του εγκληματία. Το ζήτημα είναι κάτω απο ποιους γενικούς κοινωνικούς όρους διαμορφώθηκε και λειτούργησε αυτή η ψυχολογία. Παλιότερα ένας κακοχωνεμένος και υπεραπλουοτευτικός φροϋντισμός, αναζητούσε λύσεις στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα, στη σύγκρουση με τον πα­τέρα και στα χίλια δυο βιώματα της παιδικής ηλικίας. Αργό­τερα, κάτω από αμερικανικές κυρίως επιδράσεις, το έγκλη­μα ερμηνεύτηκε σαν μια περίπτωση κακής προσαρμογής ενός προσώπου στο κοινωνικό περιβάλλον. Κακή προσαρμογή, που οφείλεται στην «ιδιοτυπία» του συγκεκριμένου προσώπου, στο γεγονός ότι αποκλίνει σημαντικά από κάποιο «ομαλό» (και κοινωνικά παραδεκτό) μέσο όρο. Ετσι το «λάθος» καταλογι­ζότανε αποκλειστικά σε βάρος του εγκληματία. Η συνολική κοινωνία έπλενε τα χέρια της, δεν έφερνε καμιά ευθύνη ούτε για το έγκλημα, ούτε για τον εγκληματία. «Επάτασσε» βέβαια σκληρά το έγκλημα για λόγους κοινωνικής αυτοπροστα­σίας και η υπόθεση σταματούσε εκεί. Στην εποχή μας όμως, ευτυχώς έχουμε προχωρήσει. Οι ψυχολόγοι πρώτοι απορρί­πτουν τον ψυχολογισμό. Τό κοινωνικό περιβάλλον, οι κοινω­νικοί όροι της ζωής θεωρούνται πρωταρχικά «υπεύθυνοι» για την διαμόρφωση της ψυχολογίας του ατόμου. Και φυσικά για την ψυχολογία του εγκληματούντος ατόμου. Όχι επο­μένως οι «ανωμαλίες» του, όχι οι «αποκλίσεις» του από τον μέσο όρο, όχι οι δυσπροσαρμοοτικότητές του.
Στη βάση αυτή πρέπει να δούμε και τα τελευταία αλ­λεπάλληλα εγκλήματα «τιμής» στη χώρα μας. Επειδή είναι τόσο απαλλαγμένα από οποιοδήποτε «κερδοσκοπικό» κίνητρο, δίνουν ανάγλυφα το αυτοκαταστροφικό στοιχείο, που άλλωστε με τη μια ή άλλη μορφή, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό είναι πρόδηλο σε κάθε έγκλημα αυτού του είδους.
Γιατί όμως αυτοκαταστροφικό; Διότι είναι το τέλος και για τον εγκληματία, η συντριβή της ζωής του από κάθε ά­ποψη, υλική, ηθική, ψυχική και πνευματική. Δεν έχει ση­μασία αν πιστεύει στο «δίκιο» του ή αν νιώθει τη «χαρά» της εκδίκησης. Τα στοιχεία αυτά, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι υπάρχουν, πράγμα πολύ αμφισβητήσιμο, δεν επαρκούν για να αποκαταστήσουν την ψυχική του ισορροπία, την γαλήνη και την ηρεμία. Και δεν αναφέρομαι αυτή τη στιγμή στις τύψεις, αλλά στο ξεπέρασμα του εσωτερικού αδιεξόδου από το ο­ποίο ξεκίνησε το έγκλημα. Γιατί από αδιέξοδο ξεκίνησε. ‘ Ενα αδιέξοδο, που έχει στη ρίζα του μια πολύ χαμηλή αυτοεκτί μηση και την αίσθηση μιας ασημαντότητας, που οδηγεί στην απόδοση πολύ μεγάλου βάρους σε θέματα «τιμής», οικογε­νειακής «αξιοπρέπειας» κλπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι με τον τρόπο αυτό το άτομο ετεροπροσδιορίζεται σ’ όλη την γραμμή επειδή δεν έχει άλλο νόημα η ζωή του. Γι’ αυτό το ενδιαφέ­ρει τόσο πώς βλέπουν οι άλλοι το θέμα, γι’ αυτό δεν είναι σε θέση να το δει στην ουσία του. Εγκληματεί λοιπόν γιά ν’ αποδείξει σ’ αυτούς τους άλλους ότι είναι «κάποιος» που πρέπει να λογαριάζεται. Πρόκειται για το αποκορύφωμα μιας αλλοτριωτικής διαδικασίας όπου ένας άνθρωπος, που δεν υπήρξε ποτέ ένα με τον εαυτό του και σε συμφωνία μαζί του, προσπαθεί να σπάσει τον κλοιό του άγχους με μια πράξη έσχα­της επιθετικότητας που καταστρέφει κι αυτό τον ίδιο. Σωστά βέ­βαια είναι και τα όσα λέγονται για ανεπάρκεια της Παιδείας, για ξεπερασμένους κώδικες τιμής και ηθικής και όλα τα σχετικά. Δεν εξαντλούν όμως το πρόβλημα, κι αυτό γιατί κανένα σύστημα παιδείας – και το καλύτερο – δεν θα μπορούσε να χτυπήσει στα θεμέλια της την επιθετικότητα, που δημιουρ­γείται και αναπαράγεται από τις κοινωνικές συνθήκες και το ίδιο το κοινωνικό σύστημα. Δεν επαρκεί κατά τη γνώμη μου ο διάτρητος κώδικας της παραδοσιακής ηθικής και οι ατέλειες της Παιδείας μας για να ερμηνεύσουν κι αυτά ακόμα τα εγκλήματα τιμής. Υπάρχει κάτι πολύ περισσότερο και πολύ γενικότερο. Τί; Όχι βέβαια η ανώμαλη και εγκληματική προσωπικότητα όπως είπαμε, αλλά το βάρος της αλλοτρίω­σης, η μηδαμινότητα, τα αδιέξοδα και οι πιέσεις της καθη­μερινής ζωής, που ξαφνικά γίνονται για ορισμένους ανθρώ­πους αφόρητες. Γίνεται αφόρητη ολόκληρη η ζωή και είναι θέμα χρόνου και αφορμών πότε η απέχθεια απέναντι της θα έρθει στην επιφάνεια και θα ξεσπάσει. Το ότι η απέχθεια αυτή υλοποιείται σαν εχθρότητα προς το στενό και άμεσο περιβάλλον, τους συγγενείς και τους ανθρώπους του κοντι­νού, του πλησιέστερου περίγυρου με τους οποίους υπάρχει καθημερινή τριβή, είναι πολύ φυσικό. Μήπως δεν ζούμε κάθε μέρα γύρω μας σε ηπιότερη μορφή εχθρότητες, συγκρού­σεις και επιθετικότητες στα λεωφορεία, στους δρόμους, στα μαγαζιά, στους τόπους δουλειάς; «Δι’ ασήμαντον αφορμήν» οι άνθρωποι δεν βρίζονται, δεν γρονθοκοπούνται, δεν α­νοίγουν μύτες και κεφάλια; Δεν είναι λοιπόν παρά σε περιορισμένο βαθμό θέμα τυπικής παιδείας το πρόβλημα του εξανθρωπισμού του ανθρώπου. Πάει δυστυχώς πολύ βαθύ­τερα, είναι σε τελευταία ανάλυση ζήτημα ευρύτερης κοινω­νικής αγωγής. Ποιος θά την δώσει σε μια κοινωνία όπου ισχύει ο πόλεμος όλων εναντίων όλων σαν θεμελιώδες αξίω­μα, όπου το άγχος, η αβεβαιότητα και η αλλοτρίωση αυξά­νονται, όπου τέλος το νόημα και η ουσία της ζωής καταποντί­ζονται μέσα σε μια θάλασσα από προβλήματα επιβίωσης και καθημερινές μικρότητες; Τό «μη βιοποριστικό» – ας το ονομάσουμε έτσι – έγκλημα δεν μπορεί λοιπόν ν’ αντιμε­τωπισθεί καίρια με την Παιδεία ούτε με το φόβο της ποινής. Κι αυτό γιατί είναι η συνολική κοινωνική οργάνωση, που τρέφει μέσα μας το λύκο. Το λύκο, που εγκληματεί και βιαιοπραγεί και θα βιαιοπραγεί όλο και περισσότερο όσο οι κοινωνικές συνθήκες γίνονται πιο σκληρές, περισσότερο ανελέητες, απαράδεκτα απάνθρωπες και αποκτηνωτικές.


09/09/2011 — gf1957, Γιώργος Φραγκούλης
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ- ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

No comments:

Post a Comment

Only News

Featured Post

US Democratic congresswoman : There is no difference between 'moderate' rebels and al-Qaeda or the ISIS

United States Congresswoman and Democratic Party member Tulsi Gabbard on Wednesday revealed that she held a meeting with Syrian Presiden...

Blog Widget by LinkWithin