12/04/2012 — gf1957, Γιώργος Φραγκούλης (ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ- ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ)
-
Του Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Παρισίων κ. Κώστα Βεργόπουλου. Από το σπουδαίο βιβλίο του, "Μετά το τέλος" [εκδόσεις Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ, έκδοση 2011, σελίδες 185-208].
1. Ερείπια, φαντάσματα, εφιάλτες.
Η
άλλοτε πανίσχυρη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία προσφέρει σήμερα οικτρό
θέαμα πολιτικής και ιδεολογικής αποσύνθεσης, ωσάν να είναι αυτή το πρώτο
και προνομιακό θύμα της τρέχουσας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Στην
Γαλλία, οι ενδοσοσιαλιστικές έριδες αποθεώνονται, ενώ όλες οι πλευρές
ομονοούν στην διαπίστωση ότι έχει απολεσθεί όχι μόνον η κοινωνική βάση,
αλλά και το κοινωνικό υπόδειγμα. Η ηγεσία των σοσιαλιστών διεκδικεί ένα
ακόμη εξάμηνο περισυλλογής για προετοιμασία κάποιας «κρίσιμης ημερίδος»,
που υποτίθεται ότι θα εντοπίσει «νέα σημεία πολιτικής και ιδεολογικής
αναφοράς», σε ανταπόκριση με τις «νέες λαϊκές ανάγκες». «Πρέπει ν'
αρχίσει βαθιά και ουσιαστική μελέτη, την οποία υποτιμήσαμε κατά τα
τελευταία έτη», διευκρινίζει η κυρία Μαρτίν Ωμπρύ, γενική γραμματεύς του
Σοσιαλιστικού Κόμματος, «θα πρέπει ακόμη», τονίζει η ίδια, «να
ξεκαθαρίσουμε επιτέλους την ιδέα μας για την Γαλλία και τις αξίες της.
Ν' αποκαταστήσουμε την θετική αποτίμηση της κοινωνικής προόδου, που
βασίζεται όχι μόνον στην οικολογική συνείδηση, αλλ' ακόμη, και κυρίως,
στην επιλογή νέου κοινωνικού υποδείγματος, με βάση την αρχή της
αλληλεγγύης, τις εργασιακές προδιαγραφές, την ανάπτυξη της προοδευτικής
φορολογίας του πλούτου». Με συντομία, ομολογείται εκ των άνω δραματικό
έλλειμμα στην προσέγγιση των προβλημάτων της σύγχρονης κοινωνίας και
προαναγγέλλεται «εφεύρεση δημοκρατίας νέου τύπου» στις συνθήκες του νέου
αιώνα....
Με την πρόσθετη διευκρίνηση ότι η παθητική αναζήτηση σωτηρίας
πρέπει «να επανεφεύρει τον καθημερινό βίο» των πολιτών. Όμως,
τι άλλο μπορεί να σηματοδοτείται με αυτόν τον τρόπο εκτός από το πέσιμο
<ιι> λαίας και το τέλος ενός έργου που παιζόταν πάνω από έναν
αιώνα; Και ποιος άραγε μπορεί να αγνοεί ότι η άδοξη
κατάληξη του γαλλικού σοσιαλισμού δεν είναι διόλου διαφορετική από
εκείνη του γερμανικού, του βρετανικού, του αυστριακού, του ιταλικού, του
ισπανικού; Σε όλες
τις περιπτώσεις, οι «Μεταρρυθμιστές» αποκόπηκαν από τα κοινωνικό
ερείσματα τους, όμως όχι λόγω κάποιου υποτιθέμενου «αρχαϊσμού» τους,
αλλά κυρίως λόγω του υπερβολικού «προοδευτισμού» με τον οποίο έθεσαν την
υπαρκτή κοινωνία σε παρένθεση και την αγνόησαν. Χρεοκοπεί σήμερα στην
συνείδηση των λαών όχι βεβαίως ο σοσιαλισμός ούτε η πραγματικά
μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατία,
αλλ' η «μεταφυσική» ιδέα περί της προόδου, που είχε εξελιχθεί στην
πράξη σε δύναμη κρούσης του αχαλίνωτου καπιταλισμού και κατάλυσης των
κοινωνικών κεκτημένων εν ονόματι της «συναρπαστικής και ακατανίκητης»
ουτοπίας της παγκοσμιοποίησης.Είναι άραγε τυχαίο ότι στο πλούσιο πρόγραμμα ανασυγκρότησης του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού ουδαμού μνημονεύονται τα συγκεκριμένα προβλήματα που έχουν ανακύψει και οξύνονται με την σημερινή διεθνή κρίση; Ούτε τα θύματα αυτής επισημαίνονται, ούτε κυρώσεις επισείονται έναντι των θυτών, αλλά και ούτε λαμβάνεται υπ' όψιν ότι ο τρόπος εξόδου από την κρίση θα καθορίσει το υπόδειγμα κοινωνίας και οικονομίας για τις επόμενες δεκαετίες. Στο βασικό αυτό κοινωνικό διακύβευμα, η σοσιαλιστική συμβολή παραμένει επί του παρόντος συσκοτιστική και αμελητέα. Δεν αποκλείεται να αποδειχθεί τελικά και αρνητική.
Το ενδεχόμενο αυτό προκύπτει με τις θέσεις που υποστηρίζει το «χαϊδεμένο τέκνο» της διεθνούς σοσιαλιστικής οικογένειας, ο Αμερικανός νομπελίστας της οικονομίας Τζόζεφ Στίγκλιτς. Ενώ καταγγέλλει τον «πιλοτικό ρόλο» τραπεζών και χρηματιστηρίων στην δημιουργία της παρούσας κρίσης, ενώ εντοπίζει σαφώς την ευθύνη των κυβερνητικών απορρυθμίσεων και απελευθερώσεων των αγορών από κάθε διοικητικό έλεγχο, ενώ ορθά επισημαίνει την ανεπάρκεια μεταφοράς διεθνών πόρων προς ανάπτυξη των χωρών του τρίτου κόσμου, όπως και την διαρκή απαξίωση των εισοδημάτων της εργασίας στις δυτικές κοινωνίες, εν τούτοις στις προτάσεις του για έξοδο από την κρίση παραμένει υποδειγματικός Δον Κιχώτης της υποτιθέμενης προόδου, από την οποία όμως εκπορεύονται όλα τα σημερινά δεινά.
Σε άρθρο του στο προοδευτικό αμερικανικό περιοδικό Nation, ο νομπελίστας διακηρύσσει ότι, επειδή η κρίση είναι παγκόσμια, μόνον με παγκόσμια πολιτική μπορεί αντιμετωπισθεί. Αυτό συνεπάγεται, διευκρινίζει, αντιμετώπιση της κρίσης από τον ΟΗΕ, με την διαχείριση εθνικών πόρων, που θα μεταφέρονται στον διεθνή οργανισμό και θα διατίθενται σύμφωνα με τις ανάγκες κάθε χώρας και περιοχής του πλανήτη. Εν τούτοις, όταν ακόμη και τα εθνικά προγράμματα διάσωσης καθηλώνονται από εγωιστικές συντηρητικές αντιδράσεις, πόσο ρεαλιστική είναι άραγε σήμερα η ιδέα ότι οι πλούσιες χώρες θα βοηθήσουν τις φτωχές όσο χρειάζονται για να παραμείνουν στο παιχνίδι; Η ιδέα της «παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης» διατυπώθηκ από τον Κλίντον και έκτοτε αγνοείται η τύχη της, ενώ σήμερα αναβιώνουν στην πράξη εξ ανάγκης εθνικές πολιτικές διάσωσης με κριτήριο όχι την παγκόσμια σταθερότητα, αλλά πρωτίστως την εθνική. Όμως, παρ' όλο που από την δεύτερη προκύπτει και η πρώτη, ο Στίγκλιτς τις απορρίπτει επικαλούμενος δύο αντιφατικούς λόγους: πρώτον, τις θεωρεί ανεπαρκείς· δεύτερον και κυριώτερο, τις θεωρεί αιτία προστατευτισμού των πλούσιων χωρών και παραβίασης των αρχών του ελεύθερου εμπορίου, πράγμα που πλήττει μοιραία τους αναπτυσσόμενους. Στην ουσία, επισημαίνει ο ίδιος, διάσωση θέσεων εργασίας στις ανεπτυγμένες χώρες προκαλεί αύξουσα ανεργία στις αναπτυσσόμενες, και αυτό αποδίδεται στο ότι τα δυτικά κράτη παρεμποδίζουν για προστατευτικούς λόγους την ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων. Το σύνθημα του προέδρου Ομπάμα «Αγοράζετε αμερικανικά» συνιστά προστατευτισμό εις βάρος των αναπτυσσόμενων χωρών που εξάγουν στην Αμερική. Εάν ο προκάτοχος του Μπους παρουσίασε το πρώτο πακέτο διάσωσης των αμερικανικών τραπεζών που απειλούντο με χρεωκοπία το φθινόπωρο του 2008, ο σημερινός πρόεδρος Ομπάμα δεν το διέκοψε, αλλά το επεξέτεινε σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων και με απείρως περισσότερα κεφάλαια. Μεταξύ του Μαρτίου 2009 και του Μαρτίου 2010, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Fed) εισήγαγε στην αμερικανική οικονομία 1,7 τρισεκατομμύριο δολάρια. Στην συνέχεια, προσέθεσε ακόμη 600 δισεκατομμύρια, και το 2011 0 πρόεδρος της Μπεν Μπερνάνκι αναγγέλλει ότι προτίθεται να συνεχίσει το πρόγραμμα των «ποσοτικών διευκολύνσεων» προκειμένου να διατηρηθεί ο ρυθμός της ανάκαμψης. Ο αμερικανικός προστατευτισμός έχει προ πολλού ξεκινήσει, χωρίς να περιμένει ούτε την μυθική παγκόσμια διακυβέρνηση ούτε τον υποθετικό διεθνή συντονισμό.
Το έντονο ενδιαφέρον του Στίγκλιτς για την επείγουσα δημιουργία νέου διεθνούς αποθεματικού νομίσματος δεν προωθεί την παγκόσμια ανάκαμψη ούτε την αμερικανική. Εφ' όσον η τρέχουσα κρίση αποδίδεται στην αιφνίδια πτώση της διεθνούς ζήτησης, η λύση δεν μπορεί να είναι η εξασφάλιση των αποταμιευτούν, αλλ' εκείνη που διασφαλίζει την σταθερότητα των συναλλαγών και των εισοδημάτων. Διαπιστώνεται σήμερα στον κόσμο έλλειμμα πρωτίστως συναλλακτικού χρήματος και δευτερευόντως αποθεματικού. Ένα νέο ισχυρό διεθνές νόμισμα θα ενισχύσει τις αποταμιεύσεις και τα αποθεματικά, αλλά θ' αποδυναμώσει μοιραία τις ήδη αποδυναμωμένες συναλλαγές.
Άλλοτε, η σοσιαλδημοκρατία βασιζόταν σε φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις που προωθούσε από τα κάτω η ίδια η κοινωνία των εργαζομένων. Στην εποχή μας, αναλώνεται σε «μεταφυσικές μεταρρυθμίσεις» κορυφής, από τις οποίες η υπαρκτή κοινωνία όχι μόνον απουσιάζει, αλλά και έναντι των οποίων προβάλλει σθεναρή αντίσταση. Στον κόσμο των ερειπίων, τα φαντάσματα που σήμερα κυκλοφορούν υπενθυμίζουν αποτυχίες, όχι επιτυχίες.
2. Η άνοδος και η πτώση της μεσαίας τάξης.
Το έργο της οικονομικής ύφεσης εξελίσσεται σε «θανάσιμο μίασμα», τα
φράγματα που φιλοδοξούν να την αποτρέψουν υποχωρούν, η οικονομική
πολιτική των τριών τελευταίων δεκαετιών τελεί υπό μείζονα αναθεώρηση.
Γίνεται λόγος στην Αμερική για «υποδειγματική θύελλα» από τον Στηβ
Ρόουτς της Μόργκαν Στάνλεϋ, στην Βρετανία από τον Μάρτιν Γουλφ των
Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Η χρηματιστηριακή
ύφεση μετατρέπεται σε τραπεζική αποδυνάμωση και αυτή, με την σειρά της,
αντανακλάται στην «πραγματική» οικονομία. Οι κατασχέσεις
κατοικιών δεν μειώνονται, αλλ' αυξάνονται, όπως επίσης ο αριθμός των
ανέργων και των αστέγων. Επί του παρόντος, στις ΗΠΑ, ο κλονισμός του
τραπεζικού συστήματος προκαλεί επιβράδυνση της οικονομίας. Πυλώνες του
τραπεζικού συστήματος εθνικοποιούνται, προς ανακούφιση των επί μέρους
πιστωτικών ιδρυμάτων. Οι γίγαντες
της αναχρηματοδότησης της κτηματικής πίστης Φρέντι Μακ και Φάνι Μαίη, με
ανειλημμένες εγγυήσεις για στεγαστικά δάνεια 5,3 τρισεκατομμυρίων
δολλαρίων, είδαν την μετοχή τους να πέφτει κατά 47% και 45% αντίστοιχα.
Παρά τις κρατικές εγγυήσεις, τα ιδρύματα βρέθηκαν σε αδυναμία να
αναχρηματοδοτήσουν το κεφάλαιο τους με την έκδοση νέων ομολόγων. Στην
συνέχεια, η Fed έσπευσε αρωγός για να καλύψει τις απώλειες, να στηρίξει
τις εγγυήσεις και την αγορά των τιτλοποιημένων επισφαλών στεγαστικών
δανείων. Αυτό θεωρήθηκε μεροληπτικό υπέρ όσων είχαν
χορηγήσει τα subprimes δάνεια και «μολύνει» με αυτά το πιστωτικό σύστημα
και πάντως όχι αρκετό σε σχέση με την έκταση της κρίσης στην
διατραπεζική εμπιστοσύνη. Ακολούθως, χρειάσθηκε το αμερικανικό κράτος ν'
αναλάβει απ' ευθείας την διαχείριση των δύο ιδρυμάτων προκειμένου να
σταθεροποιήσει την αγορά και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη. Πολλοί
χαιρέτισαν την «επάνοδο» του κράτους στην διαχείριση της οικονομίας,
όμως ο πρόεδρος της Fed διευκρίνισε ότι δεν αρκούν οι εθνικοποιήσεις των
ζημιογόνων τραπεζών και επιχειρήσεων, αλλά χρειάζεται η ρυθμιστική Αρχή
να παρεμβαίνει στην ίδια την διάρθρωση και λειτουργία του
χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Πράγματι, η εθνικοποίηση των πυλώνων της κτηματικής πίστης δεν μεταβάλλει ούτε την δομή ούτε την λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πιθανώς την επιδεινώνει ακόμη περισσότερο, στο μέτρο που δεν αυξάνει την συνολική ρευστότητα της αμερικανικής οικονομίας, η οποία παραμένει σε ανεπάρκεια, αλλ' απλώς μεταβιβάζει ένα μέρος αυτής από την ήδη συρρικνωμε'νη αγορά προς τις τράπεζες που απειλούνται με κατάρρευση ακριβώς λόγω της ανεπαρκούς ρευστότητος. Το κράτος εθνικοποιεί, δηλ. αναλαμβάνει τραπεζικά χρέη που ανέρχονται μέχρι 5,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Όμως, πώς αυτό είναι δυνατό ενόσω το ίδιο παραμένει σε βαθύ και ανησυχητικό δημοσιονομικό έλλειμμα; Παρόμοια λύση επιχειρήθηκε στην Ιαπωνία, αλλά εκεί το κράτος είχε ξεκινήσει από πλεονασματική δημοσιονομική θέση. Στην Αμερική, το κράτος αναλαμβάνει τραπεζικά χρέη εκδίδοντας περισσότερα κρατικά ομόλογα. Αυτό, κατά πρώτον, επιδεινώνει τα προβλήματα υπερχρέωσης και φερεγγυότητας του Δημοσίου. Κατά δεύτερον, επιρρίπτει το κόστος των διορθωτικών κινήσεων σε τελική ανάλυση στον απλό φορολογούμενο, ο οποίος δεν έχει φταίξει σε τίποτε. Κατά τρίτον, από μακροοικονομική σκοπιά, δεν διορθώνει πραγματικά τίποτε, δεδομένου ότι μεταφέρει απλώς ρευστότητα, που είναι ήδη ανεπαρκής, από την αγορά στις εθνικοποιουμενες τράπεζες. Οι εν λόγω τράπεζες διασώζονται από την χρηματοδοτική πλευρά, όμως η θέοΐ| τους από την πλευρά των συναλλαγών θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο κατά τους επόμενους μήνες, λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης της συνολικής ρευστότητος. Ο τρόπος «διάσωσης» τους προδιαγράφει ήδη την επερχόμενη νέα και βαθύτερη ύφεση. Οι επιστροφές φόρων δεν αυξάνουν την ρευστότητα, εφ' όσον μόνον το 20% των επιστρεφόμενων δολαρίων δαπανάται στην αγορά, ενώ το 80% αυτών αποταμιεύεται από τα υψηλά εισοδήματα. Απολογιστικά, σημειώνει ο καθηγητής του Χάρβαρντ Μάρτιν Φέλντσταϊν, με τις επιστροφές των φόρων από την κυβέρνηση Μπους αυξήθηκε το συνολικό δημόσιο χρέος κατά 80 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ από αυτά δαπανήθηκαν στην αγορά λιγότερα κι από 20 δισεκατομμύρια. Το πακέτο Μπους για την αναθέρμανση της οικονομίας κατέληξε σε αξιοθρήνητα αποτελέσματα και εξ αυτού η οικονομική κατάσταση περιεπλάκη ακόμη περισσότερο με την περαιτέρω εξάρτηση των καταναλωτών από πρόσθετα χρέη, που τελικά αποθαρρύνουν, αντί να ενθαρρύνουν, την πρόσθετη καταναλωτική ζήτηση. Επανέρχεται σήμερα στην επικαιρότητα η διαπίστωση του Μίλτον Φρίντμαν για την πολιτική της Fed κατά την περίοδο της «μεγάλης ύφεσης» (1929-1933): η ύφεση δεν δημιουργήθηκε από την χρηματιστηριακή πτώση του 1929, αλλά από τα σφάλματα διαχείρισης της από την Fed κατά την τετραετία που ακολούθησε. Μειώνοντας την ρευστότητα κατά το ένα τρίτο, προκειμένου να στηρίξει τα πιστωτικά ιδρύματα, η Fed μετέφερε την χρηματιστηριακή κρίση στην οικονομία, ενώ αυτό δεν ήταν αναγκαίο. Σήμερα, παρόμοια συμπτώματα διαπιστώνονται στην πολιτική της Fed απέναντι στην τρέχουσα χρηματιστηριακή και τραπεζική κρίση. Όλο και περισσότεροι αναλυτές και ιθύνοντες αποδέχονται την διαπίστωση του Μπερνάνκι ότι η σημερινή ύφεση δεν ξεπερνιέται με μεταβιβάσεις ρευστότητος από την μία πλευρά της αγοράς στην άλλη, αλλά εφ' όσον το πρόβλημα αναγνωρίζεται πλέον ως μακροοικονομικό, απαιτείται αλλαγή πλεύσης στην οικονομική πολιτική και παρεμβάσεις στη διάρθρωση και λειτουργία του συνολικού μακροοικονομικού συστήματος.
Η Wall Street Journal της 14ης Ιουλίου 2008 συνιστούσε ένθερμα την εθνικοποίηση των δυο γιγάντων της αναχρηματοδότησης της κτηματικής πίστης. Όμως, η αναθεώρηση της οικονομικής πολιτικής πηγαίνει στην πράξη μακρύτερα. Η Ουάσιγκτων Ποστ διαπίστωνε στις 11 Ιουλίου 2008 την κατάρρευση των οικονομικών αξιωμάτων της τελευταίας τριακονταετίας. Ο Μπερνάνκι αποδέχεται πλέον ότι απαιτείται σήμερα ένα «νέο Νιου Ντηλ», με επίκεντρα την αύξηση της κρατικής επιτήρησης και τις διαρθρωτικές μεταβολές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό φυσικά προϋποθέτει όχι μια «ελάχιστη κυβέρνηση», όπως η σημερινή, αλλά την επάνοδο στην λεγόμενη «μεγάλη κυβέρνηση» (big government), όρος που έχει εισαχθεί στην αμερικανική πολιτική ζωή από τον πρόεδρο Θεόδωρο Ρούζβελτ (1905). Σήμερα, που οι εισοδηματικές ανισότητες έχουν και πάλι οξυνθεί, αγγίζοντας τις ακραίες επιδόσεις της δεκαετίας του 1920-1930, οι απορυθμισμένες αγορές εμφανίζουν και πάλι αδυναμία αυτοδιόρθωσης, καθηλώνοντας την οικονομία σε ύφεση, υπολειτουργία και δυσλειτουργία. Ένας «νέος πανικός» διατρέχει κατ' αρχάς τα χρηματιστήρια και τις τράπεζες και επεκτείνεται σταθερά, αναπότρεπτα, στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης έχει περιορισθεί σε μηδενικά επίπεδα, όπως επίσης των επενδύσεων και του σχηματισμού πάγιου Κεφαλαίου. Ακόμη πιο χαρακτηριστικά, η αύξηση της παραγωγικότητος της εργασίας έχει κατέλθει στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας τριακονταετίας. Εξαυτού, το έλλειμμα ορατότητος επεκτείνεται μοιραία και αναπόφευκτα στους ρυθμούς και στα μεγέθη της «πραγματικής» οικονομίας, με άμεσες επιπτώσεις στο ύψος της απασχόλησης και, κατ' επέκταση, στην συνολική ρευστότητα και ζήτηση της οικονομίας. Αυτό που για τους τραπεζίτες κατανοείται ως έλλειμμα ρευστότητος της οικονομίας για τους οικονομολόγους, ακόμη και τους συντηρητικούς, προέρχεται, σε τελευταία ανάλυση, από την ανεπάρκεια εισοδήματος, που φυσικά μετατρέπεται με την σειρά του σε ανεπάρκεια τόσο της συνολικής ζήτησης όσο και της αποταμίευσης. Όπως σημειώνει ο Στηβ Ρόουτς, δεν πρόκειται για κυκλική πτώση, αλλά για «διαρθρωτικό υφεσιακό ξεφούσκωμα» (post bubble recession) της οικονομίας. Είναι το δεύτερο «ξεφούσκωμα» στην διάρκεια της τελευταίας επταετίας. Όμως, μεταξύ των δυο φάσεων υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές: το 2001 κατέρρευσαν οι επενδυτικές δαπάνες στους τομείς της «νέας οικονομίας», που αντιπροσώπευαν 13% του αμερικάνικου ΑΕΠ. Σήμερα, έχουν καταρρεύσει οι δαπάνες για την ιδιοκτησία και οι κτηματικές πιστώσεις, που αντιπροσωπεύουν συνολικά 78% του ΑΕΠ, δηλαδή πρόκειται για μια κατάρρευση με ειδικό βάρος τουλάχιστον εξαπλάσιο από εκείνο του 2001. Λόγω της γενικής υπερχρέωσης των συντελεστών και της επέκτασης των ανισορροπιών και των ελλειμμάτων της, η αμερικάνικη οικονομία έχει πλέον πάψει να δημιουργεί πρόσθετο «καθαρό εισόδημα» και, κατά συνέπεια, η οικονομία κινείται στο εξής με βάση τα περιουσιακά στοιχεία της: περιουσιακός καπιταλισμός αντί του εισοδηματικού. Ακίνητα, κατοικίες, συσσωρευμένο εταιρικό κεφάλαιο, ενέργεια, πρώτες ύλες, τρόφιμα (asset based economy). Η εξωστρέφεια και η παγκοσμιοποίηση των αμερικανικών εταιρειών δεν βελτίωσαν την αμερικανική απασχόληση ούτε τα εισοδήματα της εργασίας, αλλά μάλλον καθήλωσαν αμφότερα, ώστε σήμερα η ανισότητα να δημιουργεί προβλήματα στην λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Ωστόσο, η Ουάσιγκτων, σημειώνει ο Ρόουτς, παραμένει «επιλήσμων» (oblivious) των μεγάλων διαρθρωτικών προβλημάτων και των κίνδυνων που η ίδια πυροδοτεί με τις επιλογές της.
Όπως σημειώνει ο Πωλ Κρούγκμαν, η ιστορία της μεταπολεμικής Αμερικής συνοψίζεται στην άνοδο και στην πτώση της μεσαίας τάξης. Από την εποχή του Ρούζβελτ (1935), το κράτος ανέπτυξε όσο ποτέ άλλοτε τον ρυθμιστικό ρόλο του. Ενισχύθηκε η διαπραγματευτική ισχύς των εργατικών ενώσεων και η φορολογική πολιτική χρησιμοποιήθηκε για την άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Αυτό συνεχίσθηκε με τον διάδοχο του Χάρυ Τρούμαν (1945-1953), ώστε πραγματοποιήθηκε μείζων διαρθρωτική αναδιανομή των εισοδημάτων προς τα κάτω. Ακόμη και ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Αϊζενχάουερ αποδέχθηκε τις αρχές αυτής της πολιτικής, που διαμορφώθηκε στην βάση μιας «δικομματικής συναίνεσης» . Όμως, από τις αρχές της δεκαετίας 1980-1990, από την προεδρία Ρήγκαν, η συναίνεση ανατρέπεται και αρχίζει η αντίστροφη πορεία. Αποφορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων, κατάργηση της προοδευτικής φορολογίας, αύξηση των ανισοτήτων, υπονόμευση του κοινωνικού κράτους, με συνέπεια την αποσταθεροποίηση της μεσαίας τάξης: ένα Νιου Ντηλ από την ανάποδη. Η Αμερική έφθασε σήμερα στο σημείο να είναι η μόνη ανεπτυγμένη οικονομία η οποία δεν εξασφαλίζει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για το σύνολο των πολιτών της.
Το νέο Νιου Ντηλ, συμφωνά με τον Χάρολντ Τζέημς, δεν θα περιορίζεται σε χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά θα πρέπει να μεταβάλει τις κοινωνικές βάσεις του ισχύοντος συστήματος. Η νέα μεγάλη μεταρρύθμιση ξεκινά με την γενική ασφάλιση του συνόλου των πολιτών. Θα καταπολεμά τις εισοδηματικές ανισότητες, προς ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, θ' αποκαταστήσει την προοδευτική φορολογία, θ' αυξήσει το ελάχιστο όριο αμοιβής της εργασίας, θα κατοχυρώσει την θεσμική παρουσία των εργατικών ενώσεων. Εάν τα χαμηλά εισοδήματα ενισχυθούν, τότε η μεσαία τάξη, της οποίας η ανάπτυξη χαρακτήρισε την μεταπολεμική Αμερική, θα επανεΰρει την αυτονομία της και το κοινωνικό σύνολο την συνοχή του. Διαφορετικά, όσο η μεσαία τάξη πιέζεται προς τα κάτω, προς αποκλειστικό, αλλά χωρίς προοπτική, όφελος μικρού κύκλου οικογενειών με συρρικνούμενη κοινωνική βάση, τόσο η κοινωνική συνοχή θα υπονομεύεται και η οικονομία θα παραδίδεται ανυπεράσπιστη στις υπερβολές των κρίσεων.
Πράγματι, η εθνικοποίηση των πυλώνων της κτηματικής πίστης δεν μεταβάλλει ούτε την δομή ούτε την λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πιθανώς την επιδεινώνει ακόμη περισσότερο, στο μέτρο που δεν αυξάνει την συνολική ρευστότητα της αμερικανικής οικονομίας, η οποία παραμένει σε ανεπάρκεια, αλλ' απλώς μεταβιβάζει ένα μέρος αυτής από την ήδη συρρικνωμε'νη αγορά προς τις τράπεζες που απειλούνται με κατάρρευση ακριβώς λόγω της ανεπαρκούς ρευστότητος. Το κράτος εθνικοποιεί, δηλ. αναλαμβάνει τραπεζικά χρέη που ανέρχονται μέχρι 5,3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Όμως, πώς αυτό είναι δυνατό ενόσω το ίδιο παραμένει σε βαθύ και ανησυχητικό δημοσιονομικό έλλειμμα; Παρόμοια λύση επιχειρήθηκε στην Ιαπωνία, αλλά εκεί το κράτος είχε ξεκινήσει από πλεονασματική δημοσιονομική θέση. Στην Αμερική, το κράτος αναλαμβάνει τραπεζικά χρέη εκδίδοντας περισσότερα κρατικά ομόλογα. Αυτό, κατά πρώτον, επιδεινώνει τα προβλήματα υπερχρέωσης και φερεγγυότητας του Δημοσίου. Κατά δεύτερον, επιρρίπτει το κόστος των διορθωτικών κινήσεων σε τελική ανάλυση στον απλό φορολογούμενο, ο οποίος δεν έχει φταίξει σε τίποτε. Κατά τρίτον, από μακροοικονομική σκοπιά, δεν διορθώνει πραγματικά τίποτε, δεδομένου ότι μεταφέρει απλώς ρευστότητα, που είναι ήδη ανεπαρκής, από την αγορά στις εθνικοποιουμενες τράπεζες. Οι εν λόγω τράπεζες διασώζονται από την χρηματοδοτική πλευρά, όμως η θέοΐ| τους από την πλευρά των συναλλαγών θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο κατά τους επόμενους μήνες, λόγω της περαιτέρω συρρίκνωσης της συνολικής ρευστότητος. Ο τρόπος «διάσωσης» τους προδιαγράφει ήδη την επερχόμενη νέα και βαθύτερη ύφεση. Οι επιστροφές φόρων δεν αυξάνουν την ρευστότητα, εφ' όσον μόνον το 20% των επιστρεφόμενων δολαρίων δαπανάται στην αγορά, ενώ το 80% αυτών αποταμιεύεται από τα υψηλά εισοδήματα. Απολογιστικά, σημειώνει ο καθηγητής του Χάρβαρντ Μάρτιν Φέλντσταϊν, με τις επιστροφές των φόρων από την κυβέρνηση Μπους αυξήθηκε το συνολικό δημόσιο χρέος κατά 80 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ από αυτά δαπανήθηκαν στην αγορά λιγότερα κι από 20 δισεκατομμύρια. Το πακέτο Μπους για την αναθέρμανση της οικονομίας κατέληξε σε αξιοθρήνητα αποτελέσματα και εξ αυτού η οικονομική κατάσταση περιεπλάκη ακόμη περισσότερο με την περαιτέρω εξάρτηση των καταναλωτών από πρόσθετα χρέη, που τελικά αποθαρρύνουν, αντί να ενθαρρύνουν, την πρόσθετη καταναλωτική ζήτηση. Επανέρχεται σήμερα στην επικαιρότητα η διαπίστωση του Μίλτον Φρίντμαν για την πολιτική της Fed κατά την περίοδο της «μεγάλης ύφεσης» (1929-1933): η ύφεση δεν δημιουργήθηκε από την χρηματιστηριακή πτώση του 1929, αλλά από τα σφάλματα διαχείρισης της από την Fed κατά την τετραετία που ακολούθησε. Μειώνοντας την ρευστότητα κατά το ένα τρίτο, προκειμένου να στηρίξει τα πιστωτικά ιδρύματα, η Fed μετέφερε την χρηματιστηριακή κρίση στην οικονομία, ενώ αυτό δεν ήταν αναγκαίο. Σήμερα, παρόμοια συμπτώματα διαπιστώνονται στην πολιτική της Fed απέναντι στην τρέχουσα χρηματιστηριακή και τραπεζική κρίση. Όλο και περισσότεροι αναλυτές και ιθύνοντες αποδέχονται την διαπίστωση του Μπερνάνκι ότι η σημερινή ύφεση δεν ξεπερνιέται με μεταβιβάσεις ρευστότητος από την μία πλευρά της αγοράς στην άλλη, αλλά εφ' όσον το πρόβλημα αναγνωρίζεται πλέον ως μακροοικονομικό, απαιτείται αλλαγή πλεύσης στην οικονομική πολιτική και παρεμβάσεις στη διάρθρωση και λειτουργία του συνολικού μακροοικονομικού συστήματος.
Η Wall Street Journal της 14ης Ιουλίου 2008 συνιστούσε ένθερμα την εθνικοποίηση των δυο γιγάντων της αναχρηματοδότησης της κτηματικής πίστης. Όμως, η αναθεώρηση της οικονομικής πολιτικής πηγαίνει στην πράξη μακρύτερα. Η Ουάσιγκτων Ποστ διαπίστωνε στις 11 Ιουλίου 2008 την κατάρρευση των οικονομικών αξιωμάτων της τελευταίας τριακονταετίας. Ο Μπερνάνκι αποδέχεται πλέον ότι απαιτείται σήμερα ένα «νέο Νιου Ντηλ», με επίκεντρα την αύξηση της κρατικής επιτήρησης και τις διαρθρωτικές μεταβολές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό φυσικά προϋποθέτει όχι μια «ελάχιστη κυβέρνηση», όπως η σημερινή, αλλά την επάνοδο στην λεγόμενη «μεγάλη κυβέρνηση» (big government), όρος που έχει εισαχθεί στην αμερικανική πολιτική ζωή από τον πρόεδρο Θεόδωρο Ρούζβελτ (1905). Σήμερα, που οι εισοδηματικές ανισότητες έχουν και πάλι οξυνθεί, αγγίζοντας τις ακραίες επιδόσεις της δεκαετίας του 1920-1930, οι απορυθμισμένες αγορές εμφανίζουν και πάλι αδυναμία αυτοδιόρθωσης, καθηλώνοντας την οικονομία σε ύφεση, υπολειτουργία και δυσλειτουργία. Ένας «νέος πανικός» διατρέχει κατ' αρχάς τα χρηματιστήρια και τις τράπεζες και επεκτείνεται σταθερά, αναπότρεπτα, στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης έχει περιορισθεί σε μηδενικά επίπεδα, όπως επίσης των επενδύσεων και του σχηματισμού πάγιου Κεφαλαίου. Ακόμη πιο χαρακτηριστικά, η αύξηση της παραγωγικότητος της εργασίας έχει κατέλθει στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας τριακονταετίας. Εξαυτού, το έλλειμμα ορατότητος επεκτείνεται μοιραία και αναπόφευκτα στους ρυθμούς και στα μεγέθη της «πραγματικής» οικονομίας, με άμεσες επιπτώσεις στο ύψος της απασχόλησης και, κατ' επέκταση, στην συνολική ρευστότητα και ζήτηση της οικονομίας. Αυτό που για τους τραπεζίτες κατανοείται ως έλλειμμα ρευστότητος της οικονομίας για τους οικονομολόγους, ακόμη και τους συντηρητικούς, προέρχεται, σε τελευταία ανάλυση, από την ανεπάρκεια εισοδήματος, που φυσικά μετατρέπεται με την σειρά του σε ανεπάρκεια τόσο της συνολικής ζήτησης όσο και της αποταμίευσης. Όπως σημειώνει ο Στηβ Ρόουτς, δεν πρόκειται για κυκλική πτώση, αλλά για «διαρθρωτικό υφεσιακό ξεφούσκωμα» (post bubble recession) της οικονομίας. Είναι το δεύτερο «ξεφούσκωμα» στην διάρκεια της τελευταίας επταετίας. Όμως, μεταξύ των δυο φάσεων υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές: το 2001 κατέρρευσαν οι επενδυτικές δαπάνες στους τομείς της «νέας οικονομίας», που αντιπροσώπευαν 13% του αμερικάνικου ΑΕΠ. Σήμερα, έχουν καταρρεύσει οι δαπάνες για την ιδιοκτησία και οι κτηματικές πιστώσεις, που αντιπροσωπεύουν συνολικά 78% του ΑΕΠ, δηλαδή πρόκειται για μια κατάρρευση με ειδικό βάρος τουλάχιστον εξαπλάσιο από εκείνο του 2001. Λόγω της γενικής υπερχρέωσης των συντελεστών και της επέκτασης των ανισορροπιών και των ελλειμμάτων της, η αμερικάνικη οικονομία έχει πλέον πάψει να δημιουργεί πρόσθετο «καθαρό εισόδημα» και, κατά συνέπεια, η οικονομία κινείται στο εξής με βάση τα περιουσιακά στοιχεία της: περιουσιακός καπιταλισμός αντί του εισοδηματικού. Ακίνητα, κατοικίες, συσσωρευμένο εταιρικό κεφάλαιο, ενέργεια, πρώτες ύλες, τρόφιμα (asset based economy). Η εξωστρέφεια και η παγκοσμιοποίηση των αμερικανικών εταιρειών δεν βελτίωσαν την αμερικανική απασχόληση ούτε τα εισοδήματα της εργασίας, αλλά μάλλον καθήλωσαν αμφότερα, ώστε σήμερα η ανισότητα να δημιουργεί προβλήματα στην λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Ωστόσο, η Ουάσιγκτων, σημειώνει ο Ρόουτς, παραμένει «επιλήσμων» (oblivious) των μεγάλων διαρθρωτικών προβλημάτων και των κίνδυνων που η ίδια πυροδοτεί με τις επιλογές της.
Όπως σημειώνει ο Πωλ Κρούγκμαν, η ιστορία της μεταπολεμικής Αμερικής συνοψίζεται στην άνοδο και στην πτώση της μεσαίας τάξης. Από την εποχή του Ρούζβελτ (1935), το κράτος ανέπτυξε όσο ποτέ άλλοτε τον ρυθμιστικό ρόλο του. Ενισχύθηκε η διαπραγματευτική ισχύς των εργατικών ενώσεων και η φορολογική πολιτική χρησιμοποιήθηκε για την άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Αυτό συνεχίσθηκε με τον διάδοχο του Χάρυ Τρούμαν (1945-1953), ώστε πραγματοποιήθηκε μείζων διαρθρωτική αναδιανομή των εισοδημάτων προς τα κάτω. Ακόμη και ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Αϊζενχάουερ αποδέχθηκε τις αρχές αυτής της πολιτικής, που διαμορφώθηκε στην βάση μιας «δικομματικής συναίνεσης» . Όμως, από τις αρχές της δεκαετίας 1980-1990, από την προεδρία Ρήγκαν, η συναίνεση ανατρέπεται και αρχίζει η αντίστροφη πορεία. Αποφορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων, κατάργηση της προοδευτικής φορολογίας, αύξηση των ανισοτήτων, υπονόμευση του κοινωνικού κράτους, με συνέπεια την αποσταθεροποίηση της μεσαίας τάξης: ένα Νιου Ντηλ από την ανάποδη. Η Αμερική έφθασε σήμερα στο σημείο να είναι η μόνη ανεπτυγμένη οικονομία η οποία δεν εξασφαλίζει την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για το σύνολο των πολιτών της.
Το νέο Νιου Ντηλ, συμφωνά με τον Χάρολντ Τζέημς, δεν θα περιορίζεται σε χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά θα πρέπει να μεταβάλει τις κοινωνικές βάσεις του ισχύοντος συστήματος. Η νέα μεγάλη μεταρρύθμιση ξεκινά με την γενική ασφάλιση του συνόλου των πολιτών. Θα καταπολεμά τις εισοδηματικές ανισότητες, προς ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, θ' αποκαταστήσει την προοδευτική φορολογία, θ' αυξήσει το ελάχιστο όριο αμοιβής της εργασίας, θα κατοχυρώσει την θεσμική παρουσία των εργατικών ενώσεων. Εάν τα χαμηλά εισοδήματα ενισχυθούν, τότε η μεσαία τάξη, της οποίας η ανάπτυξη χαρακτήρισε την μεταπολεμική Αμερική, θα επανεΰρει την αυτονομία της και το κοινωνικό σύνολο την συνοχή του. Διαφορετικά, όσο η μεσαία τάξη πιέζεται προς τα κάτω, προς αποκλειστικό, αλλά χωρίς προοπτική, όφελος μικρού κύκλου οικογενειών με συρρικνούμενη κοινωνική βάση, τόσο η κοινωνική συνοχή θα υπονομεύεται και η οικονομία θα παραδίδεται ανυπεράσπιστη στις υπερβολές των κρίσεων.
Το
ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά βυθίζεται σήμερα σε πολιτική κρίση αποτελεί
κοινή διαπίστωση. Αυτό είναι πλέον εξόφθαλμο στην Γαλλία, στην Ιταλία,
στην Γερμανία, αλλ' όχι λιγότερο στην Βρετανία και στην Ισπανία. Στην
Ελλάδα, η κρίση ταυτότητος του «σοσιαλιστικού» χώρου παραμένει
καταλυτική, έστω και αν οι δημοσκοπήσεις τον εμφανίζουν ότι διατηρείται.
Αυτό οφείλεται περισσότερο στην απίστευτη χρεωκοπία της κυβερνητικής
Δεξιάς στο πλαίσιο του ελληνικού δικομματικού συστήματος παρά στο
υποθετικό γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ υπερέβη την κρίση που μαστίζει όλα, χωρίς
εξαίρεση, τα ομόλογα ευρωπαϊκά «αδελφά» κόμματα.
Πολλοί σπεύδουν ν' αποδώσουν την σημερινή κρίση της ευρωπαϊκής Αριστεράς στην εξάντληση του κοινωνικού με-ταρρυθμισμου στο πλαίσιο του συγχρόνου καπιταλισμού. Όμως, σε όλες τις περιπτώσεις, η άλλοτε κυβερνώσα Αριστερά με τους συμμάχους της παραμένει υπόλογη έναντι του λαού που την έφερε στην εξουσία, όχι επειδή ετήρησε τις μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις της, αλλ' επειδή δεν επιχείρησε καν να τις τηρήσει, τις αθέτησε και τις απεμπόλησε. Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η ευρωπαϊκή Αριστερά, είτε στην Γαλλία και στην Ιταλία είτε στην Γερμανία και στην Βρετανία, δεν επιχείρησε καν να μεταρρυθμίσει το σύστημα του κεφαλαίου σύμφωνα με τις παραδοσιακές εξαγγελίες της, αλλ' αντιθέτως πρωτοστάτησε στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων και μονεταριστικών «αντιμεταρρυθμίσεων» και απορυθμίσεων, που στόχο είχαν την κατάκτηση εμπιστοσύνης όχι των ψηφοφόρων, αλλά των κύκλων του χρηματιστικού και τραπεζικού κεφαλαίου. Τα νεοσυντηρητικά θεωρήματα περί παγκοσμιοποίησης, ασυδοσίας του κεφαλαίου και αδυναμίας άσκησης οικονομικής πολιτικής η κυβερνητική Αριστερά θεωρητικοποίησε, ανήγειρε σε «μοναδική σκέψη», την δε αμφισβήτηση τους σε έγκλημα καθοσιώσεως. Με την εγκατάλειψη της αναδιανεμητικής πολιτικής, με τις απελευθερώσεις και απορυθμίσεις, οι εισοδηματικές ανισότητες οξύνθηκαν στο έπακρο, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός διέβρωσε τον παραγωγικό, σχηματίσθηκαν νέες τάξεις του μεγάλου χρήματος, νέες τάξεις ανέργων, απόρων, αστέγων. Με τον μύθο της εργασιακής ευελιξίας, το κοινωνικό κράτος ακρωτηριάσθηκε. Η αποφορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων επιχειρήθηκε να αντισταθμισθεί με αύξηση της φορολογίας επί των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων.
Ο Εργατικός Τόνυ Μπλαιρ ανεκάλυψε ότι «οι πολιτικές δεν διακρίνονται σε αριστερές και δεξιές, αλλά σε αποτελεσματικές και αναποτελεσματικές». Μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης (2002), οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις πρωτοστάτησαν στις ιδιωτικοποιήσεις στην ενέργεια και στις δημόσιες υπηρεσίες, στην παράταση κατά πέντε έτη του ορίου συντάξιμης ηλικίας, στην εισαγωγή των συνταξιοδοτικών ταμείων στα χρηματιστήρια. Με τις νεοφιλελεύθερες «αντιμεταρρυθμίσεις», η Ευρώπη απέβη η περιοχή του κόσμου με τους χαμηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς, με την υψηλότερη ανεργία και τις μέγιστες εισοδηματικές ανισότητες, που δεν προσέλκυσαν παραγωγικές επενδύσεις ούτε καν στους τομείς της γνώσης, στους οποίους υποτίθεται ότι στόχευε η «στρατηγική της Λισσαβώνος». Οι επιλογές της κυβερνητικής Αριστεράς, δηλαδή η εγκατάλειψη του κοινωνικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος και η υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου, η ενοχοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού και η δαιμονοποίηση της αναδιανεμητικής εισοδηματικής πολιτικής, δεν απέφεραν θετικό αποτέλεσμα ούτε για την Ευρώπη ούτε για την υποτιθέμενη προσαρμογή της στην παγκοσμιοποίηση, αλλ' ούτε και για την ίδια την κυβερνητική Αριστερά και τους συμμάχους της, των οποίων η αξιοπιστία κατέγραψε σοβαρές απώλειες ακόμη και μεταξύ των οπαδών τους.
Με την σημερινή γενικευμένη οικονομική ύφεση και κρίση του παγκόσμιου συστήματος, η άλλοτε κυβερνητική Αριστερά αποσβολώθηκε. Οι αξίες που είχε ανακηρύξει ως «δεδομένες» και «αμετάκλητες» σήμερα αποκαθηλώνονται ή ανατρέπονται. Η αποδοχή της θεωρίας του Γερμανού Ούλριχ Μπεκ σχετικά με την «κοινωνία της διακινδύνευσης» αποβαίνει βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας, εκτεθειμένη στις κρίσεις και καταστροφές, η «κοινωνία της γνώσης» αποδεικνύεται σε αδυναμία να προλαβαίνει συστημικές κρίσεις που η ίδια προκαλεί. Η χρηματοπιστωτική πειθαρχία δεν αποσοβεί τις κρίσεις, αλλά τις επισπεύδει και τις οξύνει ακόμη περισσότερο. Σε περίοδο ύφεσης, υπογραμμίζει ο Πωλ Κρούγκμαν, η οικονομική «σωφροσύνη» καταλήγει σε «παραλογισμό».
Πολλοί σπεύδουν ν' αποδώσουν την σημερινή κρίση της ευρωπαϊκής Αριστεράς στην εξάντληση του κοινωνικού με-ταρρυθμισμου στο πλαίσιο του συγχρόνου καπιταλισμού. Όμως, σε όλες τις περιπτώσεις, η άλλοτε κυβερνώσα Αριστερά με τους συμμάχους της παραμένει υπόλογη έναντι του λαού που την έφερε στην εξουσία, όχι επειδή ετήρησε τις μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις της, αλλ' επειδή δεν επιχείρησε καν να τις τηρήσει, τις αθέτησε και τις απεμπόλησε. Κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, η ευρωπαϊκή Αριστερά, είτε στην Γαλλία και στην Ιταλία είτε στην Γερμανία και στην Βρετανία, δεν επιχείρησε καν να μεταρρυθμίσει το σύστημα του κεφαλαίου σύμφωνα με τις παραδοσιακές εξαγγελίες της, αλλ' αντιθέτως πρωτοστάτησε στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων και μονεταριστικών «αντιμεταρρυθμίσεων» και απορυθμίσεων, που στόχο είχαν την κατάκτηση εμπιστοσύνης όχι των ψηφοφόρων, αλλά των κύκλων του χρηματιστικού και τραπεζικού κεφαλαίου. Τα νεοσυντηρητικά θεωρήματα περί παγκοσμιοποίησης, ασυδοσίας του κεφαλαίου και αδυναμίας άσκησης οικονομικής πολιτικής η κυβερνητική Αριστερά θεωρητικοποίησε, ανήγειρε σε «μοναδική σκέψη», την δε αμφισβήτηση τους σε έγκλημα καθοσιώσεως. Με την εγκατάλειψη της αναδιανεμητικής πολιτικής, με τις απελευθερώσεις και απορυθμίσεις, οι εισοδηματικές ανισότητες οξύνθηκαν στο έπακρο, ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός διέβρωσε τον παραγωγικό, σχηματίσθηκαν νέες τάξεις του μεγάλου χρήματος, νέες τάξεις ανέργων, απόρων, αστέγων. Με τον μύθο της εργασιακής ευελιξίας, το κοινωνικό κράτος ακρωτηριάσθηκε. Η αποφορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων επιχειρήθηκε να αντισταθμισθεί με αύξηση της φορολογίας επί των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων.
Ο Εργατικός Τόνυ Μπλαιρ ανεκάλυψε ότι «οι πολιτικές δεν διακρίνονται σε αριστερές και δεξιές, αλλά σε αποτελεσματικές και αναποτελεσματικές». Μετά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης (2002), οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις πρωτοστάτησαν στις ιδιωτικοποιήσεις στην ενέργεια και στις δημόσιες υπηρεσίες, στην παράταση κατά πέντε έτη του ορίου συντάξιμης ηλικίας, στην εισαγωγή των συνταξιοδοτικών ταμείων στα χρηματιστήρια. Με τις νεοφιλελεύθερες «αντιμεταρρυθμίσεις», η Ευρώπη απέβη η περιοχή του κόσμου με τους χαμηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς, με την υψηλότερη ανεργία και τις μέγιστες εισοδηματικές ανισότητες, που δεν προσέλκυσαν παραγωγικές επενδύσεις ούτε καν στους τομείς της γνώσης, στους οποίους υποτίθεται ότι στόχευε η «στρατηγική της Λισσαβώνος». Οι επιλογές της κυβερνητικής Αριστεράς, δηλαδή η εγκατάλειψη του κοινωνικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος και η υιοθέτηση του νεοφιλελεύθερου, η ενοχοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού και η δαιμονοποίηση της αναδιανεμητικής εισοδηματικής πολιτικής, δεν απέφεραν θετικό αποτέλεσμα ούτε για την Ευρώπη ούτε για την υποτιθέμενη προσαρμογή της στην παγκοσμιοποίηση, αλλ' ούτε και για την ίδια την κυβερνητική Αριστερά και τους συμμάχους της, των οποίων η αξιοπιστία κατέγραψε σοβαρές απώλειες ακόμη και μεταξύ των οπαδών τους.
Με την σημερινή γενικευμένη οικονομική ύφεση και κρίση του παγκόσμιου συστήματος, η άλλοτε κυβερνητική Αριστερά αποσβολώθηκε. Οι αξίες που είχε ανακηρύξει ως «δεδομένες» και «αμετάκλητες» σήμερα αποκαθηλώνονται ή ανατρέπονται. Η αποδοχή της θεωρίας του Γερμανού Ούλριχ Μπεκ σχετικά με την «κοινωνία της διακινδύνευσης» αποβαίνει βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας, εκτεθειμένη στις κρίσεις και καταστροφές, η «κοινωνία της γνώσης» αποδεικνύεται σε αδυναμία να προλαβαίνει συστημικές κρίσεις που η ίδια προκαλεί. Η χρηματοπιστωτική πειθαρχία δεν αποσοβεί τις κρίσεις, αλλά τις επισπεύδει και τις οξύνει ακόμη περισσότερο. Σε περίοδο ύφεσης, υπογραμμίζει ο Πωλ Κρούγκμαν, η οικονομική «σωφροσύνη» καταλήγει σε «παραλογισμό».
Για
την έξοδο από την τρέχουσα κρίση, θα χρειαζόταν και κάποια μείζων
μεταρρυθμιστική οικονομική πολιτική: μεγάλα δημόσια έργα με μαζικές
προσλήψεις ανέργων στις υποδομές και στις δημόσιες υπηρεσίες (μεταφορές,
επικοινωνίες, νοσοκομεία και υπηρεσίες υγείας, σχολεία, εκπαιδευτικές
υπηρεσίες, πανεπιστήμια), καθώς και μεγάλες δημόσιες επενδύσεις στις
ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αυτό θα συνεπαγόταν
απομάκρυνση από την «σύνεση» της δημοσιονομικής εξισορρόπησης, της
ελαχιστοποίησης της δημόσιας δαπάνης και του δανεισμού, θα χρειαζόταν
επίσης ριζική αναθεώρηση της φορολογικής πολιτικής: φορολόγηση των
ανώτερων εισοδημάτων και ελάφρυνση των κατώτερων, με αναδιανεμητικό
αποτέλεσμα υπέρ των κοινωνικά αδυνάμων και των μεσαίων τάξεων αυξητική
δυναμική των εργασιακών μισθών, τουλάχιστον σε σύνδεση με την
παραγωγικότητα της εργασίας, ώστε τα οφέλη να κατανέμονται δικαιότερα
και αποτελεσματικότερα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Αντ' αυτού, η άλλοτε κυβερνητική Αριστερά είναι αυτή που πρώτη τώρα διστάζει και προβάλλει την αρετή της σιωπής. Με βάση την πρόσφατη τριακονταετή παρουσία της στην ευρωπαϊκή πολιτική, φοβάται ότι, εάν πρόβαλλε όσα θα όφειλε, θα κινδύνευε να θεωρηθεί «αρχαϊκή», «λαϊκιστική», «κρατικιστική». Ακόμη μία φορά, προτιμά τον έπαινο των χρηματιστών και των τραπεζιτών από εκείνον του Δήμου και των πολιτών . Στην Ιταλία και στην Γαλλία, δυνάμεις της «άλλης Αριστεράς» ενεπλάκησαν επίσης στην νεοφιλελεύθερη περιπέτεια της σοσιαλδημοκρατίας, με αποτέλεσμα σήμερα, που ο κόσμος γυρίζει ανάποδα απ' ό,τι προσδοκούσαν, να έχουν επίσης χάσει την φωνή και την πολιτική αξιοπιστία τους. Κι όμως, για τις δυνάμεις της Αριστεράς, τα πράγματα θα έπρεπε να είναι απλούστερα και όχι τόσο περίπλοκα όπως εμφανίζονται: η διαρκής σύμμειξη με τα κοινωνικά κινήματα είναι μόνιμο και αδιαπραγμάτευτο δεδομένο, που δεν θυσιάζεται ούτε αναστέλλεται στο όνομα καμιάς σκοπιμότητος της κορυφής. Είναι παράξενο η Αριστερά ν' αποξενώνεται από την κοινωνία, εφ' όσον αυτές οι δυο έννοιες εξ ορισμού αντιστοιχούν η μία στην άλλη. Οσάκις, παρ' όλα αυτά η αντιστοιχία διαρρηγνύεται, τότε το πολιτικό σκέλος βυθίζεται σε κρίση ταυτότητος. Φυσικά εξ αυτού, οι κοινωνικές εξελίξεις δεν παύουν: απλώς αποβαίνουν εκτός ελέγχου.
Αντ' αυτού, η άλλοτε κυβερνητική Αριστερά είναι αυτή που πρώτη τώρα διστάζει και προβάλλει την αρετή της σιωπής. Με βάση την πρόσφατη τριακονταετή παρουσία της στην ευρωπαϊκή πολιτική, φοβάται ότι, εάν πρόβαλλε όσα θα όφειλε, θα κινδύνευε να θεωρηθεί «αρχαϊκή», «λαϊκιστική», «κρατικιστική». Ακόμη μία φορά, προτιμά τον έπαινο των χρηματιστών και των τραπεζιτών από εκείνον του Δήμου και των πολιτών . Στην Ιταλία και στην Γαλλία, δυνάμεις της «άλλης Αριστεράς» ενεπλάκησαν επίσης στην νεοφιλελεύθερη περιπέτεια της σοσιαλδημοκρατίας, με αποτέλεσμα σήμερα, που ο κόσμος γυρίζει ανάποδα απ' ό,τι προσδοκούσαν, να έχουν επίσης χάσει την φωνή και την πολιτική αξιοπιστία τους. Κι όμως, για τις δυνάμεις της Αριστεράς, τα πράγματα θα έπρεπε να είναι απλούστερα και όχι τόσο περίπλοκα όπως εμφανίζονται: η διαρκής σύμμειξη με τα κοινωνικά κινήματα είναι μόνιμο και αδιαπραγμάτευτο δεδομένο, που δεν θυσιάζεται ούτε αναστέλλεται στο όνομα καμιάς σκοπιμότητος της κορυφής. Είναι παράξενο η Αριστερά ν' αποξενώνεται από την κοινωνία, εφ' όσον αυτές οι δυο έννοιες εξ ορισμού αντιστοιχούν η μία στην άλλη. Οσάκις, παρ' όλα αυτά η αντιστοιχία διαρρηγνύεται, τότε το πολιτικό σκέλος βυθίζεται σε κρίση ταυτότητος. Φυσικά εξ αυτού, οι κοινωνικές εξελίξεις δεν παύουν: απλώς αποβαίνουν εκτός ελέγχου.
3. Η δημοκρατία σε κίνδυνο.
Η οικονομική κρίση εξαπλώνεται σταθερά και καθημερινά όχι μόνον στην
χώρα μας, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, με συνεχή αύξηση του αριθμού
των θυμάτων, καθώς και αύξουσα πιστοποίηση των ωφελουμένων από αυτήν. Ανακύπτει
οξύ ζήτημα οικονομικής πολιτικής, που προωθείται από τους πυλώνες του
κατεστημένου οικονομικού συστήματος, τράπεζες και χρηματοπιστωτικούς
τομείς. Για τους τελευταίους, η συρρίκνωση της οικονομίας, η κατάρρευση
των αγορών, η καταστροφή επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας σημαίνουν
εξόντωση «πλεονάζοντος» κεφαλαίου, με συνέπεια υψηλότερες
χρηματοπιστωτικές αποδόσεις. Η οικονομική διαχείριση της κρίσης
αποδεικνύεται περισσότερο επικίνδυνη για την κοινωνία από την ίδια την
κρίση. Η πραγματική οικονομία κινδυνεύει περισσότερο από αυτούς που
υποτίθεται ότι την διασώζουν παρά από τα αντικειμενικά προβλήματα της.
Παραμένει, εν τούτοις, γεγονός ότι, στο μέτωπο της οικονομίας, οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν φθάνουν ακόμη να επιβάλουν κάποια εναλλακτική οικονομική πολιτική, με συνέπεια ότι οι δυνάμεις και οι ιδεολογίες που ευθύνονται για την κρίση διατηρούν σήμερα την διαχείριση της, επαγγέλλονται την έξοδο από αυτήν, εφαρμόζοντας τις αυτές επιλογές που δημιούργησαν το σημερινό αδιέξοδο. Μεσαιωνική ιατρική στην αποθέωση της.
Σήμερα, η οικονομική επιστήμη δυσφημείται και φθείρεται κοινωνικά υπό τον καταιγισμό των «προφητών» της αυτοαποκαλούμενης «εικονικής οικονομίας». Ίσως το σημερινό οικονομικό πρόβλημα να αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη επιτυχία από την πολιτική και κοινωνική πλευρά. Σημειώνεται στις μέρες μας αύξουσα ευαισθησία της κοινής γνώμης στο ζήτημα της κοινωνικής αστάθειας και αδικίας, της κατανομής των θυσιών, των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, της δημοκρατίας για όλους. Μέχρι πρόσφατα, όσοι μιλούσαν για δημοκρατικά ιδεώδη εκλαμβάνοντο ως «ψώνια» παρωχημένης εποχής. Ειδικώτερα για την Αριστερά, η έννοια της αστικής δημοκρατίας ταυτιζόταν με εξαπάτηση των πολιτών, δεδομένου ότι στον καπιταλισμό η οικονομία θεωρείται καθοριστική των λοιπών πλευρών του κοινωνικού βίου. Κι όμως, εκδηλώνεται σήμερα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την τήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, ιδίως από αυτούς που μέχρι πριν από λίγο το διέβαλλαν ως «απατηλό». Ο Γάλλος ιστορικός Πιερ Ροζανβαλόν επισημαίνει το πιο επικίνδυνο στοιχείο της σημερινής εξέλιξης: την αποδεδειγμένα στενή και ανησυχητική σχέση της εξουσίας με το χρήμα, ιδίως το μαύρο, σε τρεις τουλάχιστον ευρωπαϊκές χώρες: Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία. Γενικώτερα στον ευρωπαϊκό χώρο, βασικό χαρακτηριστικό της εποχής, υπογραμμίζει ο ίδιος, είναι η αύξουσα δυσπιστία των πολιτών, κυρίως των νέων, έναντι των πολιτικών συστημάτων που θεωρούνται υπόλογα για την ύποπτη σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας, για την απονομιμοποίηση κάθε έννοιας κοινωνικής δημοκρατίας, για την αποξένωση της πολιτικής από κάθε δημόσια ηθική. Το δημοκρατικό πολίτευμα κατήντησε τυποποιημένο κενό κέλυφος, στο οποίο ο λαός παραμένει ανεύρετος. Η όξυνση της κρίσης αναδεικνύει την αγανάκτηση των πολιτών απέναντι στον αυταρχισμό και στην αλαζονεία των κυβερνώντων.
Η γαλλική ριζοσπαστική Αριστερά καταγγέλλει τον συντηρητικό πρόεδρο της χώρας ότι «αμαυρώνει την Γαλλία και προδίδει τα δημοκρατικά ιδεώδη». Η ίδια υψώνει σημαία με τα φθαρμένα από τον χρόνο συνθήματα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα», θεωρώντας ότι αυτά συσπειρώνουν σήμερα τις λαϊκές μάζες ενάντια στην κρίση και στην ταξική διαχείριση της. Για την σοσιαλιστική Αριστερά, «η δημοκρατία καταστρέφεται, με το άδειασμα από κάθε περιεχόμενο του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, με την έκρηξη των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με την υπόθαλψη αντιπαραθέσεων και ανταγωνισμών μεταξύ κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών. Κι όμως, μια διαφορετική Γαλλία είναι εφικτή, με βάση την επιστροφή στα δημοκρατικά ιδεώδη και στην κοινωνική δικαιοσύνη». Ακόμη και οι οικολόγοι διαπιστώνουν επείγουσα ανάγκη επιστροφής στις πηγές της δημοκρατίας, όπως διατυπώθηκαν στην σύνθεση του ιστορικού σοσιαλιστή Ζαν Ζωρές (1859-1914). Ο κόσμος της εργασίας αξιώνει πρωτίστως «σεβασμό, αξιοπρέπεια, κοινωνική μέριμνα». Οι νέοι αγανακτούν όχι τόσο για την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης τους όσο κυρίως για το ότι η εργασιακή επισφάλεια και το έλλειμμα επαγγελματικής προοπτικής τους υποβαθμίζουν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. «Απαιτούμε αξιοπρέπεια, υπερασπιζόμαστε τις θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας. Ιδανικό μας: η κοινωνία αλληλεγγύης, που φροντίζει για τον καθένα, ο καθείς για το σύνολο, όλοι μαζί για το κοινό μέλλον. Να επανενεργοποιηθεί το δημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο». Στην πρόσφατη ετήσια γιορτή της Ουμανιτέ (Σεπτέμβριος 2010), ομιλητές επεσήμαναν ότι «η παγκοσμιοποίηση και η Ευρώπη απομάκρυναν τους πολίτες από τους εκπροσώπους τους. Η δημοκρατία και η λαϊκή βούληση ελέγχου της εξουσίας αναδεικνύονται σήμερα σε κομβικά σημεία για την αναγκαία αλλαγή».
Από την άλλη πλευρά του Ρήνου, στην Γερμανία, η κρίση προσλαμβάνεται επίσης ως περισσότερο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα παρά ως στενά οικονομικό. Ανακύπτει έτσι οξύ ζήτημα ανάκτησης της εργασιακής αξιοπρέπειας και της δημοκρατίας. Παρ' όλο που ο μαρξιστής Χάμπερμας θρηνεί για την κατάρρευση του «συνταγματικού πατριωτισμού» και την επανεμφάνιση διασπαστικών εθνικισμών, εντούτοις Γερμανοί κοινωνιολόγοι καταγράφουν προσγείωση σε περισσότερο πραγματιστικά πεδία. Εάν η κρίση πυροδοτεί επάνοδο εθνικών ταυτοτήτων, ίσως αυτό ν' αποδειχθεί θετική προϋπόθεση, ικανή να διασώσει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την Ευρώπη από τον κίνδυνο διάλυσης μέσα στην ανωνυμία. Δεν υπάρχει ισχυρή Ευρώπη χωρίς ισχυρές εθνικές ταυτότητες, πυλώνες για την ευρωπαϊκή, διαπιστώνει ο Γερμανός πολιτειολόγος Βέρνερ Κρόνενμπεργκ. Στην Ευρώπη σήμερα, η καταστροφή του κοινωνικού ιστού εισπράττεται ως κοινωνικά άδικη συνέπεια από την διαχείριση της οικονομικής κρίσης, εξ ου η κατ' αντιδιαστολήν προβολή αιτημάτων της κοινωνικής συνοχής. Τα δημοκρατικά αντανακλαστικά υπερισχύουν της στενά οικονομικής ανάλυσης, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι ο οικονομικός προβληματισμός υποβαθμίζεται. Από την οικονομική προσέγγιση, η κοινή γνώμη αντλεί κοινωνικά και πολιτικά συμπεράσματα: την ανάγκη αποκατάστασης της βασικής κοινωνικής σκηνής της ιστορίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, σε αντιδιαστολή με την αποδόμηση και τον ταξικό αποπροσανατολισμό, που έχουν οδηγήσει στην σημερινή αποδιάρθρωση και αδιέξοδο. Το επί του παρόντος ακολουθούμενο υπόδειγμα «διάσωσης» δεν επαναφέρει το κράτος στην οικονομία, αλλά το υποτάσσει ακόμη περισσότερο στις αντιοικονομικές, αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές επιλογές των βραχυπρόθεσμών χρηματοπιστωτικών συμφερόντων. Στο παρελθόν, οι τράπεζες συγχέοντο με ημιδημόσια και κοινωφελή ιδρύματα. Μόνον με τον νεοφιλελευθερισμό, από την εποχή της προεδρίας Ρήγκαν (1981), απεκδύθηκαν των κοινωνικών υποχρεώσεων τους και αφοσιώθηκαν απροσχημάτιστα στην υψηλή κερδοφορία ως αποκλειστική επιδίωξη. Οι απορυθμίσεις που ακολούθησαν, καταγγέλλει στην αμερικανική Γερουσία ο Σάιμον Τζόνσον από το ΜΙΤ, πραγματοποιήθηκαν καθ' υπαγόρευση και υπό την επιτήρηση τους, με την μοιραία και αποφασιστική σύμπραξη των πολιτικών. «Απόσυρση του κράτους, αλλά με κρατική εγγύηση!»
Σήμερα, προβάλλεται ανάγκη «ηθικοποίησης» του καπιταλισμού. Όμως, όταν έχει ήδη προηγηθεί συστηματική απορύθμιση της ισχυρής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας που προϋπήρχε στην Αμερική από το 1907 και το 1935, το σημερινό εύρημα της ηθικής δύσκολα πείθει ότι συνιστά κάτι περισσότερο από ατυχή φάρσα. Η χρηματοπιστωτική ασυδοσία δεν θέτει ζήτημα τόσο ηθικό όσο κυρίως πολιτικό και θεσμικό. Στην εποχή μας, ο άγριος πλουτισμός λαμβάνει ανθρωποφαγικές διαστάσεις, κατά πολύ ανώτερες εκείνων που προκάλεσαν την μεγάλη ύφεση του 1930. Η επιτήρηση των εισοδηματικών ανισοτήτων και η πολιτική άμβλυνσης αυτών στιγματίζονται ως δήθεν ανεφάρμοστη «ουτοπία» και «λαϊκισμός». Κι όμως, λειτούργησαν στο παρελθόν και αποσόβησαν τις επαναληπτικές κρίσεις (1935-1980). Αντίθετα, «ουτοπικός λαϊκισμός» αποδεικνύονται η πολιτική της χρηματοπιστωτικής ασυδοσίας, η πραγματοποίηση στρατοσφαιρικού ύψους απολαβών, η απομάκρυνση της οικονομίας από την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Σε τελική ανάλυση, υποστηρίζει ο καθηγητής του ΜΙΤ, απώτερη αιτία της παρούσας κρίσης είναι η καταδολίευση της δημοκρατικής ισότητος των πολιτών από τους ισχυρούς του χρήματος. Εάν σήμερα έχουν συγκροτηθεί κάποιες μονάδες «πολύ μεγάλες για ν' αφεθούν να καταρρεύσουν», αυτό σημαίνει απλούστατα ότι αυτές απέβησαν «πολύ μεγάλες για να υπάρχουν» στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Άλλωστε, η ύπαρξη μονάδων με «δεσπόζουσα θέση» στην οικονομία υπονομεύει αφ' εαυτής την εύρυθμη λειτουργία και επίδοση των αγορών. Η κατεύθυνση της οικονομικής δικαιοσύνης, της κοινωνικής συνοχής, της μείωσης των ανισοτήτων, της ελευθερίας επιλογών των πολιτών επιβάλλεται για την βελτίωση ακόμη και των οικονομικών επιδόσεων.
Παραμένει, εν τούτοις, γεγονός ότι, στο μέτωπο της οικονομίας, οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν φθάνουν ακόμη να επιβάλουν κάποια εναλλακτική οικονομική πολιτική, με συνέπεια ότι οι δυνάμεις και οι ιδεολογίες που ευθύνονται για την κρίση διατηρούν σήμερα την διαχείριση της, επαγγέλλονται την έξοδο από αυτήν, εφαρμόζοντας τις αυτές επιλογές που δημιούργησαν το σημερινό αδιέξοδο. Μεσαιωνική ιατρική στην αποθέωση της.
Σήμερα, η οικονομική επιστήμη δυσφημείται και φθείρεται κοινωνικά υπό τον καταιγισμό των «προφητών» της αυτοαποκαλούμενης «εικονικής οικονομίας». Ίσως το σημερινό οικονομικό πρόβλημα να αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη επιτυχία από την πολιτική και κοινωνική πλευρά. Σημειώνεται στις μέρες μας αύξουσα ευαισθησία της κοινής γνώμης στο ζήτημα της κοινωνικής αστάθειας και αδικίας, της κατανομής των θυσιών, των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, της δημοκρατίας για όλους. Μέχρι πρόσφατα, όσοι μιλούσαν για δημοκρατικά ιδεώδη εκλαμβάνοντο ως «ψώνια» παρωχημένης εποχής. Ειδικώτερα για την Αριστερά, η έννοια της αστικής δημοκρατίας ταυτιζόταν με εξαπάτηση των πολιτών, δεδομένου ότι στον καπιταλισμό η οικονομία θεωρείται καθοριστική των λοιπών πλευρών του κοινωνικού βίου. Κι όμως, εκδηλώνεται σήμερα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την τήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος, ιδίως από αυτούς που μέχρι πριν από λίγο το διέβαλλαν ως «απατηλό». Ο Γάλλος ιστορικός Πιερ Ροζανβαλόν επισημαίνει το πιο επικίνδυνο στοιχείο της σημερινής εξέλιξης: την αποδεδειγμένα στενή και ανησυχητική σχέση της εξουσίας με το χρήμα, ιδίως το μαύρο, σε τρεις τουλάχιστον ευρωπαϊκές χώρες: Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία. Γενικώτερα στον ευρωπαϊκό χώρο, βασικό χαρακτηριστικό της εποχής, υπογραμμίζει ο ίδιος, είναι η αύξουσα δυσπιστία των πολιτών, κυρίως των νέων, έναντι των πολιτικών συστημάτων που θεωρούνται υπόλογα για την ύποπτη σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας, για την απονομιμοποίηση κάθε έννοιας κοινωνικής δημοκρατίας, για την αποξένωση της πολιτικής από κάθε δημόσια ηθική. Το δημοκρατικό πολίτευμα κατήντησε τυποποιημένο κενό κέλυφος, στο οποίο ο λαός παραμένει ανεύρετος. Η όξυνση της κρίσης αναδεικνύει την αγανάκτηση των πολιτών απέναντι στον αυταρχισμό και στην αλαζονεία των κυβερνώντων.
Η γαλλική ριζοσπαστική Αριστερά καταγγέλλει τον συντηρητικό πρόεδρο της χώρας ότι «αμαυρώνει την Γαλλία και προδίδει τα δημοκρατικά ιδεώδη». Η ίδια υψώνει σημαία με τα φθαρμένα από τον χρόνο συνθήματα «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα», θεωρώντας ότι αυτά συσπειρώνουν σήμερα τις λαϊκές μάζες ενάντια στην κρίση και στην ταξική διαχείριση της. Για την σοσιαλιστική Αριστερά, «η δημοκρατία καταστρέφεται, με το άδειασμα από κάθε περιεχόμενο του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, με την έκρηξη των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, με την υπόθαλψη αντιπαραθέσεων και ανταγωνισμών μεταξύ κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών. Κι όμως, μια διαφορετική Γαλλία είναι εφικτή, με βάση την επιστροφή στα δημοκρατικά ιδεώδη και στην κοινωνική δικαιοσύνη». Ακόμη και οι οικολόγοι διαπιστώνουν επείγουσα ανάγκη επιστροφής στις πηγές της δημοκρατίας, όπως διατυπώθηκαν στην σύνθεση του ιστορικού σοσιαλιστή Ζαν Ζωρές (1859-1914). Ο κόσμος της εργασίας αξιώνει πρωτίστως «σεβασμό, αξιοπρέπεια, κοινωνική μέριμνα». Οι νέοι αγανακτούν όχι τόσο για την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης τους όσο κυρίως για το ότι η εργασιακή επισφάλεια και το έλλειμμα επαγγελματικής προοπτικής τους υποβαθμίζουν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. «Απαιτούμε αξιοπρέπεια, υπερασπιζόμαστε τις θεμελιώδεις αξίες της δημοκρατίας. Ιδανικό μας: η κοινωνία αλληλεγγύης, που φροντίζει για τον καθένα, ο καθείς για το σύνολο, όλοι μαζί για το κοινό μέλλον. Να επανενεργοποιηθεί το δημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο». Στην πρόσφατη ετήσια γιορτή της Ουμανιτέ (Σεπτέμβριος 2010), ομιλητές επεσήμαναν ότι «η παγκοσμιοποίηση και η Ευρώπη απομάκρυναν τους πολίτες από τους εκπροσώπους τους. Η δημοκρατία και η λαϊκή βούληση ελέγχου της εξουσίας αναδεικνύονται σήμερα σε κομβικά σημεία για την αναγκαία αλλαγή».
Από την άλλη πλευρά του Ρήνου, στην Γερμανία, η κρίση προσλαμβάνεται επίσης ως περισσότερο πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα παρά ως στενά οικονομικό. Ανακύπτει έτσι οξύ ζήτημα ανάκτησης της εργασιακής αξιοπρέπειας και της δημοκρατίας. Παρ' όλο που ο μαρξιστής Χάμπερμας θρηνεί για την κατάρρευση του «συνταγματικού πατριωτισμού» και την επανεμφάνιση διασπαστικών εθνικισμών, εντούτοις Γερμανοί κοινωνιολόγοι καταγράφουν προσγείωση σε περισσότερο πραγματιστικά πεδία. Εάν η κρίση πυροδοτεί επάνοδο εθνικών ταυτοτήτων, ίσως αυτό ν' αποδειχθεί θετική προϋπόθεση, ικανή να διασώσει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την Ευρώπη από τον κίνδυνο διάλυσης μέσα στην ανωνυμία. Δεν υπάρχει ισχυρή Ευρώπη χωρίς ισχυρές εθνικές ταυτότητες, πυλώνες για την ευρωπαϊκή, διαπιστώνει ο Γερμανός πολιτειολόγος Βέρνερ Κρόνενμπεργκ. Στην Ευρώπη σήμερα, η καταστροφή του κοινωνικού ιστού εισπράττεται ως κοινωνικά άδικη συνέπεια από την διαχείριση της οικονομικής κρίσης, εξ ου η κατ' αντιδιαστολήν προβολή αιτημάτων της κοινωνικής συνοχής. Τα δημοκρατικά αντανακλαστικά υπερισχύουν της στενά οικονομικής ανάλυσης, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι ο οικονομικός προβληματισμός υποβαθμίζεται. Από την οικονομική προσέγγιση, η κοινή γνώμη αντλεί κοινωνικά και πολιτικά συμπεράσματα: την ανάγκη αποκατάστασης της βασικής κοινωνικής σκηνής της ιστορίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, σε αντιδιαστολή με την αποδόμηση και τον ταξικό αποπροσανατολισμό, που έχουν οδηγήσει στην σημερινή αποδιάρθρωση και αδιέξοδο. Το επί του παρόντος ακολουθούμενο υπόδειγμα «διάσωσης» δεν επαναφέρει το κράτος στην οικονομία, αλλά το υποτάσσει ακόμη περισσότερο στις αντιοικονομικές, αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές επιλογές των βραχυπρόθεσμών χρηματοπιστωτικών συμφερόντων. Στο παρελθόν, οι τράπεζες συγχέοντο με ημιδημόσια και κοινωφελή ιδρύματα. Μόνον με τον νεοφιλελευθερισμό, από την εποχή της προεδρίας Ρήγκαν (1981), απεκδύθηκαν των κοινωνικών υποχρεώσεων τους και αφοσιώθηκαν απροσχημάτιστα στην υψηλή κερδοφορία ως αποκλειστική επιδίωξη. Οι απορυθμίσεις που ακολούθησαν, καταγγέλλει στην αμερικανική Γερουσία ο Σάιμον Τζόνσον από το ΜΙΤ, πραγματοποιήθηκαν καθ' υπαγόρευση και υπό την επιτήρηση τους, με την μοιραία και αποφασιστική σύμπραξη των πολιτικών. «Απόσυρση του κράτους, αλλά με κρατική εγγύηση!»
Σήμερα, προβάλλεται ανάγκη «ηθικοποίησης» του καπιταλισμού. Όμως, όταν έχει ήδη προηγηθεί συστηματική απορύθμιση της ισχυρής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας που προϋπήρχε στην Αμερική από το 1907 και το 1935, το σημερινό εύρημα της ηθικής δύσκολα πείθει ότι συνιστά κάτι περισσότερο από ατυχή φάρσα. Η χρηματοπιστωτική ασυδοσία δεν θέτει ζήτημα τόσο ηθικό όσο κυρίως πολιτικό και θεσμικό. Στην εποχή μας, ο άγριος πλουτισμός λαμβάνει ανθρωποφαγικές διαστάσεις, κατά πολύ ανώτερες εκείνων που προκάλεσαν την μεγάλη ύφεση του 1930. Η επιτήρηση των εισοδηματικών ανισοτήτων και η πολιτική άμβλυνσης αυτών στιγματίζονται ως δήθεν ανεφάρμοστη «ουτοπία» και «λαϊκισμός». Κι όμως, λειτούργησαν στο παρελθόν και αποσόβησαν τις επαναληπτικές κρίσεις (1935-1980). Αντίθετα, «ουτοπικός λαϊκισμός» αποδεικνύονται η πολιτική της χρηματοπιστωτικής ασυδοσίας, η πραγματοποίηση στρατοσφαιρικού ύψους απολαβών, η απομάκρυνση της οικονομίας από την αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Σε τελική ανάλυση, υποστηρίζει ο καθηγητής του ΜΙΤ, απώτερη αιτία της παρούσας κρίσης είναι η καταδολίευση της δημοκρατικής ισότητος των πολιτών από τους ισχυρούς του χρήματος. Εάν σήμερα έχουν συγκροτηθεί κάποιες μονάδες «πολύ μεγάλες για ν' αφεθούν να καταρρεύσουν», αυτό σημαίνει απλούστατα ότι αυτές απέβησαν «πολύ μεγάλες για να υπάρχουν» στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Άλλωστε, η ύπαρξη μονάδων με «δεσπόζουσα θέση» στην οικονομία υπονομεύει αφ' εαυτής την εύρυθμη λειτουργία και επίδοση των αγορών. Η κατεύθυνση της οικονομικής δικαιοσύνης, της κοινωνικής συνοχής, της μείωσης των ανισοτήτων, της ελευθερίας επιλογών των πολιτών επιβάλλεται για την βελτίωση ακόμη και των οικονομικών επιδόσεων.
No comments:
Post a Comment
Only News