Το ιπποφαές (Hippophae), το όνομα του
οποίου ετυμολογικά παραπέμπει σε φωτεινό- λαμπερό άλογο (ίππος: άλογο,
φαός: λάμψη, φως), είναι ένα σπάνιο φυτό-θάμνος με εξαιρετικές ιδιότητες
για τις οποίες υπάρχουν αναφορές από την αρχαιότητα σε κείμενα του
Διοσκουρίδη, πατέρα της Φαρμακολογίας αλλά και του Θεόφραστου, μαθητή
του Αριστοτέλη.
Τα φύλλα και οι καρποί του φυτού
καταναλώνονταν από τα άρρωστα και τραυματισμένα άλογα του Μ. Αλεξάνδρου
με αποτέλεσμα να αποκτούν λαμπερό τρίχωμα, περισσότερη δύναμη και να
αναρρώνουν γρηγορότερα. Στη Μογγολία, σύμφωνα με τον θρύλο, τα
στρατεύματα του Τζένγκις Φαν έπιναν χυμό από ιπποφαές για την γρήγορη
επούλωση των πληγών τους ενώ χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα ως άριστο
τονωτικό.
Σύμφωνα με το Germplasm Resource Information Network (GRIN, 2007) το γένος Hippophae περιλαμβάνει 7 είδη και 11 υποείδη.
Τα γνωστά μέχρι σήμερα είδη είναι τα
εξής: Hippophae goniocarpa, H. gyantsensis, H. litangensis, H.
neurocarpa (subsp. neurocarpa, subsp. stellatopilosa), H. salicifolia,
H. tibetana, H. rhamnoides (subsp. carpatica, subsp. caucasica, subsp.
fluviatilis, subsp. mongolica, subsp. rhamnoides, subsp. sinensis,
subsp. turkestanica, subsp. wolongensis, subsp. yunnanesis).
Το πιο διαδεδομένο και με μεγαλύτερο εμπορικό ενδιαφέρον είδος του φυτού είναι το H. Rhamnoides με τα διάφορα υποείδη του.
Βοτανικά χαρακτηριστικά
Αποτελεί έναν ανθεκτικό, φυλλοβόλο και
ακανθωτό θάμνο, με ύψος που φτάνει τα 2-4 μέτρα, ενώ αναφέρονται
περιπτώσεις φυτών που το ύψος φτάνει τα 18 μέτρα, καθώς και η ύπαρξη
νάνων φυτών με ύψος που δεν ξεπερνά τα 50 εκατοστά.
Είναι φυτό δίοικο, διακρίνουμε δηλαδή
φυτά με αρσενικά και φυτά με θηλυκά άνθη ενώ οι διαφορές μεταξύ των
φυτών γίνονται εμφανείς μόνο κατά τη περίοδο της έκπτυξης των οφθαλμών
(είτε μικτοί είτε βλαστοφόροι) και όχι σε επίπεδο σπόρου.
Οι βλαστοφόροι οφθαλμοί αναπτύσσονται
στα φυτά τα οποία δεν έχουν εισέλθει στην καρποφορία, ενώ οι μικτοί
οφθαλμοί σχηματίζονται σε παραγωγικά φυτά. Οι τελευταίοι είναι
μεγαλύτεροι στα αρσενικά φυτά, προεξέχουν περισσότερο και καλύπτονται
από 6- βράκτια φύλλα. Στα θηλυκά φυτά αντίστοιχα, οι οφθαλμοί είναι
μικρότεροι, πιο επιμήκεις, προεξέχουν λιγότερο από τους βλαστους και
καλύπτονται μόνο από 2 βράκτια φύλλα.
Η άνθηση γίνεται τέλη Απρίλη με μέσα
Μαΐου. Τα αρσενικά φυτά έχουν απέταλα άνθη και 4-6 στήμονες άνθη στους
οποίους σχηματίζεται η γύρη. Τα θηλυκά παράγουν αντίστοιχα καρπούς που
περιέχουν σπόρους και έχουν επίσης απέταλα άνθη.
Η ωοθήκη είναι μονόχωρη και περιέχει ένα
ωάριο. Σχηματίζει κεντρικό βλαστό με αρκετές διακλαδώσεις, ο φλοιός
είναι τραχύς με καφέ ή μαύρο χρώμα, και η κόμη του φυτού έχει
γκριζοπράσινο χρώμα. Τα φύλλα είναι εναλλασσόμενα, στενά και λογχοειδή,
με χρώμα γκρι-ασημί στην πάνω τους επιφάνεια.
H επικονίαση- γονιμοποίηση του,
εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τον άνεμο, ενώ τόσο τα αρσενικά όσο και τα
θηλυκά φυτά δεν προσελκύουν έντομα αφού δεν παράγουν νέκταρ. Τα θηλυκά
άνθη μετά την επικονίαση- γονιμοποίηση τους σχηματίζουν καρπούς οι
οποίοι είναι σφαιρικού ή ελλειπτικού σχήματος με διαστάσεις που φτάνουν
το 1 εκατοστό. Οι ανώριμοι καρποί έχουν χρώμα πράσινο και είναι αρκετά
σκληροί, ενώ καθώς ωριμάζουν μαλακώνουν και το χρώμα τους γίνεται
κίτρινο, κίτρινο-πορτοκαλί ή κόκκινο. Έχουν μια χαρακτηριστική υπόξινη
γεύση και ένα μοναδικό άρωμα που θυμίζει ανανά (στην Λευκορωσία είναι
γνωστοί και ως ρώσικος ανανάς).
Κάθε σπόρος περιέχει έναν σπόρο
ελλειψοειδούς σχήματος με σκληρό περίβλημα. Η ωρίμανση τους γίνεται το
φθινόπωρο, ενώ παραμένουν πάνω στο φυτό μέχρι τον επόμενο
Μάρτιο-Απρίλιο. Απαιτείται μια περίοδος 4-5 ετών από την βλάστηση μέχρι
την έναρξη της καρποφορίας, ενώ έχουμε την μέγιστη παραγωγή κατά το 7-8ο
έτος. Η περίοδος ανάμεσα στην ανθοφορία και την ωρίμανση του καρπού
διαρκεί 12-15 εβδομάδες, ενώ το φυτό παραμένει παραγωγικό για 30 έτη με
διακοπτόμενο κλάδεμα.
Οικολογία
Είναι φυτό γνωστό εδώ και αιώνες στην
ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας, όπου απαντάται στην άγρια του μορφή,
ωστόσο η καλλιέργεια του φυτού και η δημιουργία νέων βελτιωμένων
ποικιλιών έχει ξεκινήσει τα τελευταία 70 χρόνια. Απαντάται κυρίως σε
όχθες ποταμών, σε παράκτιες ζώνες και σε πλαγιές.
Στην περιοχή της Ευρώπης είναι αρκετά
διαδεδομένο σε περιοχές με υψόμετρο μικρότερο των 2000 μέτρων, ενώ
αντίστοιχα στην ασιατική ήπειρο απαντάται σε ορεινές ζώνες με υψόμετρο
μεγαλύτερο των 3000 μέτρων.
Το θερμοκρασιακό εύρος το οποίο μπορεί
να αντέξει το φυτό είναι αρκετά μεγάλο (από -43° μέχρι 40° C)
επιτρέποντας την ευρεία προσαρμοστικότητα του είδους σε ποικιλία
συνθηκών, ενώ θεωρείται ότι είναι ανθεκτικό σε συνθήκες καταπόνησης από
έλλειψη νερού. Ωστόσο, για τις περιπτώσεις που καλλιεργείται από τον
άνθρωπο, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ένα ελάχιστο ύψος βροχής (400
χιλιοστά ανά έτος) για επιτυχή καλλιέργεια, διαφορετικά απαιτείται η
εφαρμογή αρδεύσεων.
Συμβιώνει άριστα με βακτήρια του γένους
Frankia, μέσω των οποίων μπορεί να δεσμεύσει το ατμοσφαιρικό άζωτο και
να το μετατρέψει σε αφομοιώσιμη μορφή στο έδαφος. Υπάρχει δηλαδή μια
αζωτοδεσμευτική σχέση αντίστοιχη με αυτή του φασολιού και των
αζωτοβακτηρίων του γένους Rhizobium, δίνοντας στο φυτό προοπτικές για
χρήση του στην βελτίωση εδαφών.
Στην άγριά του μορφή μπορεί να
αποτελέσει είδος σημαντικό για την διατήρηση της βιοποικιλότητας σε
ανοιχτά οικοσυστήματα, ενώ με την βοήθεια των πουλιών μπορεί να γίνει
διασπορά των σπόρων σε μεγάλες αποστάσεις και εξάπλωση του είδους.
Ωστόσο υπάρχουν αναφορές για διεισδυτικότητα σε οικοσυστήματα των
βρετανικών νησιών που οδηγούν σταδιακά σε εξαφάνιση άλλα αυτοφυή φυτά.
Εξάπλωση-Οικονομική σημασία
Υπάρχει αυτοφυές σε αρκετές χώρες της
Ευρώπης και της Ασίας, ενώ σε πολλές από αυτές έχει ξεκινήσει η
συστηματική καλλιέργεια του συγκεκριμένου φυτού. Πολλές ποικιλίες έχουν
δημιουργηθεί σε χώρες όπως η πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., η Μογγολία, η πρώην
Ανατολική Γερμανία και η Φινλανδία, ενώ διεξάγεται έρευνα και για
δημιουργία νέων ποικιλιών. Στην Κίνα συγκομίζονται καρποί από
περισσότερα από 10 εκατομμύρια στρέμματα αυτοφυών φυτών, ενώ
καλλιεργούνται σχεδόν 3 εκατομμύρια στρέμματα. Τα τελευταία χρόνια έχει
διαδοθεί το φυτό και τα προϊόντα του στην Β. Αμερική, όπου έχουν
ξεκινήσει προσπάθειες για εξάπλωση της καλλιέργειάς του.
Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια γίνονται
προσπάθειες καλλιέργειας του ιπποφαούς από μεμονωμένους παραγωγούς, ενώ
το αυξημένο ενδιαφέρον σε συνδυασμό με τις πολλαπλές χρήσεις του φυτού
(σχεδόν όλα τα τμήματα του φυτού είναι αξιοποιήσιμα) το καθιστούν μια
αρκετά καλή πρόταση για τους Έλληνες παραγωγούς, στα πλαίσια της
εναλλακτικής γεωργίας.
Χρήσεις – Προϊόντα
Το ιπποφαές αναφέρεται σε κείμενα
αρχαίων συγγραφέων όπου τονίζονται οι φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού.
Η πιο γνωστή χρήση του κατά την αρχαιότητα σχετίζονταν με την θεραπεία
των άρρωστων και τραυματισμένων αλόγων στα οποία χορηγούσαν φύλλα και
νεαρούς βλαστούς από το φυτό μαζί με άλλες ζωοτροφές προκειμένου να
επιταχύνουν την ανάρρωσή τους, ενώ επίσης επιτυγχάνονταν ταχεία αύξηση
του βάρους και τα ζώα αποκτούσαν λαμπερό χρώμα.
Η χρήση του στην διατροφή του ανθρώπου
εκτείνεται σε διάστημα αρκετών αιώνων τόσο στην Ασία όσο και στην
Ευρώπη. Οι καρποί αποτελούν το εδώδιμο τμήμα του φυτού, είναι αρκετά
θρεπτικοί, ωστόσο δεν συνηθίζεται η νωπή κατανάλωσή τους καθώς είναι
αρκετά όξινοι και ελαιώδεις στην γεύση. Οι συνηθέστερες χρήσεις των
καρπών αφορούν στην παρασκευή μαρμελάδων, χυμών, συντηρητικών, κομποστών
και αφεψημάτων. Ευρεία χρήση βρίσκουν και τα αιθέρια έλαια των σπόρων
τα οποία αποτελούν και το πολυτιμότερο προϊόν από φαρμακευτική άποψη. Η
περιεκτικότητα των καρπών σε αιθέρια έλαια ανέρχεται στα 29-48
χιλιοστογραμμάρια ανά κιλό προϊόντος, ενώ αντίστοιχα η περιεκτικότητα
των σπόρων κυμαίνεται μεταξύ 8-12 % κ.β.
Όσον αφορά την θρεπτική τους σύσταση οι
καρποί είναι πλούσιοι σε υδατάνθρακες, πρωτεΐνες (περίπου 30%), οργανικά
οξέα, αμινοξέα, βιταμίνες και μέταλλα (κυρίως Κ και Se). Οι καρποί,
συμπεριλαμβανομένων των σπόρων, είναι ιδιαίτερα πλούσιοι σε βιταμίνη C
(100-500 χιλιοστογραμμάρια ανά 100 γραμμάρια προϊόντος), ωστόσο η
περιεκτικότητα σε βιταμίνη C είναι ένα χαρακτηριστικό που επηρεάζεται σε
μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες καλλιέργειας (περιοχή καλλιέργειας), το
στάδιο ωριμότητας και το καλλιεργούμενο είδος.
Περιέχουν επίσης σημαντικές ποσότητες
πρωτεϊνών (ιδιαίτερα γλοβουλίνες και αλβουμίνες), λιπαρά οξέα
(λινολεϊκό, λινολενικό, παλμιτικό και παλμιτολεϊκό οξύ) και βιταμίνη Ε
(202,9 χιλιοστογραμμάρια ανά 100 γραμμάρια καρπών). Η περιεκτικότητα των
καρπών σε καροτενοειδή κυμαίνεται στα 16-28 χιλιοστογραμμάρια ανά 100
γραμμάρια προϊόντος, ενώ αποτελεί και σημαντική πηγή φλαβονοειδών.
Τα φύλλα του φυτού περιέχουν αρκετές
θρεπτικές και βιοδραστικές ουσίες παρόμοιες με αυτές των φυτών Urtica
dioica, Vaccinium myrtillis και Berberis vulgaris τα οποία
χρησιμοποιούνται συνήθως ως ζωοτροφές.
Οι καρποί του φυτού έχουν βάρος 270-480
χιλιοστογραμμάρια, ενώ η απόδοσή τους σε χυμό κυμαίνεται στο 60-80% με
εφαρμογή σύνθλιψης ή εκχύλισης με διαλύτες.
Ο χυμός είναι πολύ πλούσιος σε οργανικά
οξέα (κυρίως κουϊνικό και μαλικό οξύ), όπως προκύπτει από μετρήσεις
τιτλοδότησης, ενώ έχει και πολύ χαμηλή οξύτητα (pH περίπου 2,7-3,1). Η
περιεκτικότητά του σε πρωτεΐνες είναι αρκετά υψηλή και στην παρουσία
τους πιθανόν να οφείλεται η αδιαφάνεια του χυμού. Σα διαλυτά στερεά
αποτελούνται κυρίως από γλυκόζη και φρουκτόζη, σε ποσοστό που ανέρχεται
περίπου στο 99% των συνολικών σακχάρων.
Ο οπός και οι σπόροι περιέχουν
τριγλυκερίδια με σημαντική αντικαρκινική δράση, όπως έχουν δείξει
έρευνες που έχουν γίνει σε ποντικούς.
Η καλλιέργεια του ιπποφαούς μπορεί να
βρει χρήση και στην βελτίωση υποβαθμισμένων εδαφών καθώς η ευρεία
προσαρμοστικότητα του φυτού, σε συνδυασμό με τις συχνές κοπές, τις
απορροφητικές και αζωτοδεσμευτικές ικανότητες και την ανθεκτικότητά του
στην υψηλή συγκέντρωση αλάτων το καθιστούν κατάλληλο για τον έλεγχο της
διάβρωσης των εδαφών, την μείωση των απωλειών του νερού λόγω απορροής,
καθώς και για την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων εδαφών και την
ανάπλαση ζωνών μετά από έντονη βιομηχανική χρήση (π.χ. μεταλλεία,
ορυχεία κ.α.). Τα απόβλητα από τα διάφορα στάδια επεξεργασίας του
προϊόντος είναι αρκετά πλούσια σε πρωτεΐνες και άλλα θρεπτικά συστατικά
και μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν και ως ζωοτροφές (υπολείμματα
σπόρων). Σε πολλές περιοχές της Ασίας χρησιμοποιείται επίσης ως καύσιμη
ύλη, βοηθώντας με την καλλιέργειά του στον περιορισμό της αποψίλωσης των
δασών.
Πηγή: http://www.minagric.gr
http://www.ippofaesaianis.com/
ReplyDelete