Γράφει ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΡΑΤΖΙΟΣ
Ένα σύνολο γεγονότων που μας δίνουν την εικόνα του παρελθόντος και η επιστήμη που ασχολείται με την εξακρίβωση των γεγονότων αυτών καλείται Ιστορία.
Ο Ηρόδοτος έγραψε την Ιστορία του για να παραδώσει στη μνήμη των συγχρόνων και των μεταγενεστέρων του αξιόλογα έργα των ανθρώπων και για να δείξει τα αίτια των πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα στους Έλληνες και τους βαρβάρους. Ο Θουκυδίδης μπορεί να είναι ο πρώτος κριτικός ιστορικός, στην ιστορία του όμως δεσπόζει η ερμηνευτική αρχή ότι όλες οι πολεμικές συγκρούσεις οφείλονται στην τάση των πόλεων - κρατών για δύναμη και επέ-κταση. Οι οπαδοί του ιστορισμού και του ιστορικού θετικισμού υποστήριξαν ότι η Ιστορία πρέπει να ασχολείται με τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, με την εξακρίβωση εκείνου που έγινε και όχι με προβλήματα γενικής εξέλιξης της Ιστορίας της ανθρωπότητας ή με ιστορικούς νόμους.
Αν μελετήσει κανείς την Ιστορία, θα διαπιστώσει ότι οι Αθηναίοι, στην εποχή τους καταλάμβαναν πόλεις-Κράτη και «επέβαλαν τη δημοκρατία». Κάτι ανάλογο προσπαθούν σήμερα να κάνουν οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους οπότε αναδύεται το ερώτημα: Μα, μπορεί να «επιβληθεί» σε μια χώρα η δημοκρατία εκ των άνω και, πολύ περισσότερο, έξωθεν; Η μελέτη της Ιστορίας διδάσκει ότι κάποια στιγμή οι πόλεις στις οποίες είχε επιβληθεί η δημοκρατία στασίαζαν και ακολουθούσαν καθεστώτα συνήθως χειρότερα από εκείνα που προηγήθηκαν της άνωθεν και έξωθεν επιβολής! Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνεται αν ρίξουμε μια ματιά στις χώρες όπου «επεβλήθη» η λεγόμενη Αραβική Άνοιξη. Στην Αίγυπτο, ο Μόρσι προσπαθεί να γίνει… ισχυρότερος του Μουμπάρακ.
Στο Ιράκ, ένα κράτος προς αποφυγή, που δημιούργησε παλαιότερα η ακρισία των Βρετανών, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, καθώς η «τάξη» που επικρατούσε επί Σαντάμ Χουσεΐν έχει δώσει τη θέση της στην τρομοκρατία. Στο Αφγανιστάν όλα βαίνουν από το κακό στο χειρότερο, ενώ στη Συρία, εκείνοι που έρχονται μετά τον Άσαντ έχουν δώσει δείγματα γραφής με ανηλεές κυνήγι των Χριστιανών.
Συνεπώς η Δημοκρατία δεν «επιβάλλεται» αλλά έρχεται διαμέσου κοινωνικών διεργασιών και εκπροσωπείται από άτομα προικισμένα, με λαϊκή αποδοχή και όχι «διορισμένα». Η ψευδαίσθηση του «εκδημοκρατισμού» έχει δυστυχώς παρασύρει τους ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων και τους ωθεί σε πομπώδεις αναφορές σε ένα πολίτευμα το οποίο ουσιαστικά δεν εφαρμόζεται πλέον ούτε στις χώρες που το εξυμνούν. θα ήταν αστείο να μιλήσει κανείς για δημοκρατική κυβέρνηση στις χώρες της Ενωμένης Ευρώπης (ΕΕ), όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται από κονκλάβια υπαλλήλων και απλώς αναγγέλλονται στις εκλεγμένες κυβερνήσεις, στις οποίες δεν αφήνονται περιθώρια αρνήσεως της εφαρμογής τους. Τη σύγχρονη «δημοκρατική διακυβέρνηση» αισθάνονται ήδη η Ελλάς, η Κύπρος, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, ενώ την τρέμουν η Μάλτα, η Σλοβενία, το Λουξεμβούργο. Από τη στιγμή που η διακυβέρνηση αφέθηκε απολύτως στα χέρια της οικονομίας και των τεχνοκρατών, από την ώρα που η πολιτική δεν έχει τον πρώτο λόγο, από την ημέρα που ο διάλογος αντικαταστάθηκε από το «take it or leave it» (πάρε αυτό και επιβίωσε) και ο κ. Μόντι εξελέγη πρωθυπουργός της Ιταλίας από το κονκλάβιο των Βορείων, κάθε άλλη συζήτηση περί «δημοκρατικής διακυβέρνησης» είναι για γέλια.
Σαν άτομα μπορούμε να πούμε ότι απολαμβάνουμε ένα επίπεδο ζωής ασύλληπτο για τις προηγούμενες γενεές και για άλλα μέρη του πλανήτη σήμερα. Και μόνο το γεγονός ότι στην Ευρώπη αντιστοιχεί το 50% των δαπανών για κοινωνικούς λόγους παγκοσμίως δείχνει πόσο προστατευόμενοι είναι οι πολίτες των χωρών της. Το κράτος δικαίου, οι πολλοί και αυστηροί κανόνες για τις επιχειρήσεις, για τη δημόσια υγεία και τη διατροφή, οι προοδευτικοί νόμοι και η ισονομία δημιουργούν μια αίσθηση προστασίας για τους κατοίκους των χωρών-μελών. Γι’ αυτό, εξάλλου, ήθελαν όλες οι χώρες της ηπείρου να ενταχθούν σ’ αυτήν και συνεχίζουν να θέλουν.
Αυτές οι απολαβές, όμως, δεν είναι αυτονόητες. Κάθε χώρα που εντάσσεται στην Ε.Ε. πρέπει πρώτα να υιοθετήσει μεγάλο αριθμό κανονισμών και νόμων και να τους τηρεί. Αυτό, αμέσως, επιβάλλει συγκεκριμένες μεθόδους συμπεριφοράς της κάθε χώρας των πολιτικών δυνάμεων και, συνεπώς, των πολιτών. Οι λαϊκισμοί και τα συνθήματα του τύπου «υπέρτατος νόμος, το δίκαιο του εργάτη», δεν μπορεί να δεν πρέπει να έχουν θέση σ’ αυτή την Ε.Ε. Η προσωπική ελευθερία, καθώς και η ελευθερία από τον φόβο που μας παρέχει αυτός ο νέος ευρωπαϊκός πολιτισμός έρχονται με αντάλλαγμα την υποταγή μας στις αρχές του.
Για τους περισσότερους και στις περισσότερες περιπτώσεις η «συναλλαγή» αυτή είναι αποδεκτή. Τι γίνεται όμως, όταν προκύψουν προβλήματα που ταράζουν συθέμελα μια χώρα; Τι γίνεται όταν η Ευρώπη (οι μηχανισμοί των Βρυξελλών ή οι υπόλοιποι εταίροι σε σύνοδο) αποφασίζει μέτρα που πιστεύουμε ότι είναι εις βάρος μας; Μόνον τον τελευταίο καιρό, είδαμε την βρετανική κυβέρνηση να διαμαρτύρεται για την απόφαση να περιοριστούν τα μπόνους των τραπεζιτών, φοβούμενη ότι θα πληγεί η κερδοφόρος χρηματοπιστωτικός κλάδος και θα φύγει από το Λονδίνο για νέους προορισμούς.
Το δίλημμα ανέδειξε η Ελλάδα εδώ και καιρό: ενώ ήταν πασιφανές ότι η χώρα δεν θα άντεχε τον υπέρμετρο δανεισμό, οι ιθύνοντες στην Ε.Ε. δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο απ’ το να απειλούν με περικοπές χρηματοδότησης και, συνεπώς, με την επιδείνωση του οικονομικού προβλήματος. Ύστερα, ως μέλη της τρόικας δανειστών, οι Ευρωπαίοι επέβαλαν μέτρα στην Ελλάδα που οδήγησαν το λαό της πολλά χρόνια πίσω, όσον αφορά τα εισοδήματά του, την ανεργία και άλλα. Είτε φταίει η «λάθος συνταγή» της λιτότητας είτε οι δυσλειτουργίες του κρατικού μηχανισμού και οι αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, είτε ο εξασθενημένος (από οικονομικής πλευράς κ.λ.π.) πληθυσμός. Οι Έλληνες δεν έχουν εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις και νέες πολιτικές που ίσως θα τους έβγαζαν από την κρίση. Είμαστε εγκλωβισμένοι στην ύφεση, αλλά, την ίδια ώρα, φοβόμαστε ότι εκτός ευρωζώνης (και εκτός Ε.Ε.) τα πράγματα θα ήταν ακόμη πιο δύσκολα και απρόβλεπτα. Αυτή η αδυναμία επηρεάζει και την πολιτική των κομμάτων που δεν συμφωνούν με την πολιτική της Ε.Ε. να τη υιοθετούν, ενώ άλλα απορρίπτουν την πολιτική της τρόικας χωρίς ουσιαστικά να προτείνουν άλλη.
Εάν σήμερα δεν έχουμε την ελευθερία για να επιλέξουμε την έξοδο μας από το ευρώ -όπως θα μπορούσαν για παράδειγμα να το πράξουν οι Γερμανοί- μας μένει, ως μόνη επιλογή, να ανακάμψουμε ώστε να είμαστε έτοιμοι για όλα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως η ελευθερία από τον φόβο που μας παρέχει ο νέος Ευρωπαϊκός πολιτισμός έρχεται με αντάλλαγμα την υποταγή μας στις αρχές του. Τα εξωπραγματικά που ακούγονται από την αντιπολίτευση συνιστούν έναν επικίνδυνο λαϊκισμό.
.proinoslogos.gr
3/5/13
--
-
ΣΧΕΤΙΚΑ:
No comments:
Post a Comment
Only News