Της Κωνσταντίνας Κοτταρίδη, Επίκουρης Καθηγήτριας του Τμήματος
Οικονομικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά, και του Δημήτρη
Γιακούλα, Υποψήφιου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνεργάτες του
Παρατηρητηρίου για την Κρίση του ΕΛΙΑΜΕΠ (www.crisisobs.gr)
.
Τα τελευταία χρόνια με την έλευση της κρίσης έχει επανέλθει ακόμα εντονότερα στο προσκήνιο η συζήτηση γύρω από τη σημασία των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων ως μοχλός ανάπτυξης της χώρας υποδοχής καθώς και για τους καθοριστικούς παράγοντες προσέλκυσής τους.
Η εν λόγω συζήτηση είναι ακόμη πιο επίκαιρη στην Ελλάδα λόγω της σφοδρότητας με την οποία επλήγη από την κρίση η οποία ανέδειξε τα εγγενή μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας τα οποία συντελούν σημαντικά στην υστέρηση εισερχόμενων ΑΞΕ τις τελευταίες δεκαετίες.
Η Ελλάδα είχε παρουσιάσει σημαντική αύξηση της ελκυστικότητάς της κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 μετά από μεταβολή της προστατευτικής πολιτικής της κατά τη δεκαετία του 1950 και μάλιστα σε κλάδους της βιομηχανίας με σημαντικές επιδράσεις για την πραγματική οικονομία. Η δυναμική αυτή άρχισε να μεταστρέφεται από τη δεκαετία του 1980 και συνεχίστηκε στη δεκαετία του 1990. Κατά την περίοδο αυτή η Ελλάδα έχασε σημαντικό μέρος της ανταγωνιστικότητας και κατ΄ επέκταση της ελκυστικότητάς της ως χώρα εγκατάστασης ΑΞΕ. Οι ΑΞΕ στους κλάδους της μεταποίησης άρχισαν να συρρικνώνονται συμπαρασυρόμενες από τη γενικότερη αποβιομηχανοποίηση της χώρας και κατευθυνόμενες στις νέες αγορές των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ) που μόλις είχαν ανοίξει τα οικονομικά τους σύνορα. Παράλληλα παρατηρείται μεταβολή κατεύθυνσης των ΑΞΕ στην Ελλάδα από τους κλάδους της μεταποίησης στους κλάδους των υπηρεσιών.
Η κατάσταση για την ελληνική οικονομία φαίνεται να αλλάζει από το 1999 και μετά, περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα μπαίνει σε μία εποχή μεγάλης αύξησης των εισροών ΑΞΕ κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα, τις τηλεπικοινωνίες και το εμπόριο, οι οποίες συνοδεύουν την είσοδό της στη ζώνη του ευρώ και την περαιτέρω απελευθέρωση των κεφαλαιακών ροών που επέφερε η απάλειψη της ανασφάλειας όσον αφορά στη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αντίστοιχες μεγάλες μεταβολές κατά την περίοδο αυτή παρατηρούνται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η θετική αυτή συγκυρία για την ελληνική οικονομία φαίνεται να σταματά κάπου στο 2007 όταν η διεθνής κρίση χτυπά την Ελλάδα και ξεκινά σημαντική αποεπένδυση των ΑΞΕ ιδίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα στο οποίο το επενδυμένο κεφάλαιο είναι πιο ρευστό, συμπαρασύροντας και κλάδους της πραγματικής οικονομίας. Τα αποθέματα ΑΞΕ στην Ελλάδα μειώθηκαν περισσότερο από οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ με αποτέλεσμα αυτό να αποτελέσει σημαντικό πλήγμα για μία οικονομία η οποία ήδη αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα μειωμένης ανταγωνιστικότητας και λόγω της κρίσης βρισκόταν περισσότερο από ποτέ σε ανάγκη για εισροή παραγωγικών κεφαλαίων.
Εξετάζοντας τους παράγοντες οι οποίοι δημιουργούν αυτή την απώλεια ελκυστικότητας της ελληνικής οικονομίας για ΑΞΕ πέρα από τους κατά βάση οικονομικούς παράγοντες όπως το μέγεθος της εγχώριας οικονομίας, το κόστος παραγωγής, η παραγωγικότητα της εργασίας, το κατά κεφαλήν εισόδημα και ο όγκος του εμπορίου κτλ, υπάρχει και μία σειρά παραγόντων που αφορούν στο ρόλο των θεσμών και της πολιτικής σταθερότητας που επικρατεί σε μία χώρα για την προσέλκυση ξένων επενδυτών. Η ποιότητα των θεσμών επηρεάζει τις ΑΞΕ καθώς οι κακοί θεσμοί ενέχουν πρόσθετο κόστος για τους επενδυτές, ενώ λόγω του υψηλού μη ανακτήσιμου κόστους των ΑΞΕ οποιαδήποτε αστάθεια αποτελεί σοβαρό αποτρεπτικό παράγοντα ειδικά για τις πρωτογενείς (Greenfield) ΑΞΕ.
Πρόσφατη μελέτη για τους λόγους της διστακτικότητας των διεθνών επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα η οποία διεξήχθη από την όμιλο συμβούλων “Boston” (The Boston Consulting Group (BCG)) δείχνει ότι τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας εντοπίζονται σε τέτοιους παράγοντες (γραφειοκρατία, ασταθές νομικό καθεστώς, διαρκείς μεταβολές του φορολογικού πλαισίου, αργές διοικητικές διαδικασίες και απονομή δικαιοσύνης).
Υπάρχουν διάφοροι δείκτες με τους οποίους είναι δυνατό να μετρηθεί η ποιότητα των θεσμών και οι οποίοι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά στη σχετική βιβλιογραφία. Ο δημοφιλέστερος ίσως είναι ο Δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας του Heritage Foundation και υπολογίζεται κάθε χρόνο για 161 χώρες. Προκειμένου να υπολογιστεί, λαμβάνονται υπόψη 50 ανεξάρτητες μεταβλητές, οι οποίες ταξινομούνται σε δέκα διαφορετικές κατηγορίες.
Η Ελλάδα για το 2013 κατατάσσεται στην 117η θέση διεθνώς και στην 40η θέση σε σύνολο 43 χωρών στην Ευρώπη και βρίσκεται ως εκ τούτου κάτω του μέσου όρου σε παγκόσμια και ευρωπαϊκή κλίμακα και χαρακτηρίζεται ως μη ελεύθερη οικονομία. Το χαμηλό σκορ οφείλεται στη χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας και την πολιτική αβεβαιότητα. Η κρίση που μαστίζει τη χώρα, τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας και οι καθυστερήσεις στις διαρθρωτικές αλλαγές κυρίως όσον αφορά στη λειτουργία της αγοράς καθιστούν το περιβάλλον μη ελκυστικό.
Κατά καιρούς, έχουν πραγματοποιηθεί προσπάθειες βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος στη χώρα ωστόσο αυτές κρίθηκαν εκ του αποτελέσματος σπασμωδικές, ατελέσφορες και χωρίς κάποιο μακρόπνοο σχεδιασμό ο οποίος να εστιάζει στην ανάδειξη συγκεκριμένων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας. Αντ’ αυτού είχαμε μία πανσπερμία επιδοτήσεων και ενισχύσεων μέσω του επενδυτικού νόμου και των τομεακών και περιφερειακών προγραμμάτων των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και του ΕΣΠΑ οι οποίες απορροφήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από κλάδους της μη παραγωγικής οικονομίας και οδήγησαν τελικά σε πληθωριστικές τάσεις και μείωση της ανταγωνιστικότητας.
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται πραγματικά μπροστά σε μία κρίσιμη καμπή στην οποία καλείται να αποτινάξει το κακό παρελθόν της και θα ανορθωθεί βάσει των δυνατοτήτων που διαθέτει. Απαραίτητη κρίνεται η χάραξη ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού με έμφαση στην ανάδειξη των ανταγωνιστικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την προνομιακή γεωγραφική της θέση. Οι ενέργειες αυτές δε θα έχουν αποτέλεσμα εάν δεν προηγηθεί η αναδιάρθρωση του δημοσίου τομέα και απλοποιηθούν οι διαδικασίες έναρξης δραστηριοτήτων και οι σχέσεις δημοσίου-επιχειρήσεων αλλά και δημοσίου-φορολογουμένων. Η σημασία των δημοσίων επενδύσεων στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται είτε αφορούν σε εθνικούς είτε σε Κοινοτικούς πόρους καθώς έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν βασικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης. Τα παραπάνω δεν αποτελούν ευχολόγια. Είναι πολιτικές οι οποίες, ανεξάρτητα από τις ΑΞΕ, εξασφαλίζουν υγιή ανάπτυξη μίας χώρας. Απαιτούν ωστόσο πολιτική βούληση, σε ένα κράτος που επί δεκαετίες δομήθηκε σε στρεβλές δομές.
EurActiv.gr
Τετ, 03/07/2013
.
Τα τελευταία χρόνια με την έλευση της κρίσης έχει επανέλθει ακόμα εντονότερα στο προσκήνιο η συζήτηση γύρω από τη σημασία των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων ως μοχλός ανάπτυξης της χώρας υποδοχής καθώς και για τους καθοριστικούς παράγοντες προσέλκυσής τους.
Η εν λόγω συζήτηση είναι ακόμη πιο επίκαιρη στην Ελλάδα λόγω της σφοδρότητας με την οποία επλήγη από την κρίση η οποία ανέδειξε τα εγγενή μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας τα οποία συντελούν σημαντικά στην υστέρηση εισερχόμενων ΑΞΕ τις τελευταίες δεκαετίες.
Η Ελλάδα είχε παρουσιάσει σημαντική αύξηση της ελκυστικότητάς της κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 μετά από μεταβολή της προστατευτικής πολιτικής της κατά τη δεκαετία του 1950 και μάλιστα σε κλάδους της βιομηχανίας με σημαντικές επιδράσεις για την πραγματική οικονομία. Η δυναμική αυτή άρχισε να μεταστρέφεται από τη δεκαετία του 1980 και συνεχίστηκε στη δεκαετία του 1990. Κατά την περίοδο αυτή η Ελλάδα έχασε σημαντικό μέρος της ανταγωνιστικότητας και κατ΄ επέκταση της ελκυστικότητάς της ως χώρα εγκατάστασης ΑΞΕ. Οι ΑΞΕ στους κλάδους της μεταποίησης άρχισαν να συρρικνώνονται συμπαρασυρόμενες από τη γενικότερη αποβιομηχανοποίηση της χώρας και κατευθυνόμενες στις νέες αγορές των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ) που μόλις είχαν ανοίξει τα οικονομικά τους σύνορα. Παράλληλα παρατηρείται μεταβολή κατεύθυνσης των ΑΞΕ στην Ελλάδα από τους κλάδους της μεταποίησης στους κλάδους των υπηρεσιών.
Η κατάσταση για την ελληνική οικονομία φαίνεται να αλλάζει από το 1999 και μετά, περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα μπαίνει σε μία εποχή μεγάλης αύξησης των εισροών ΑΞΕ κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα, τις τηλεπικοινωνίες και το εμπόριο, οι οποίες συνοδεύουν την είσοδό της στη ζώνη του ευρώ και την περαιτέρω απελευθέρωση των κεφαλαιακών ροών που επέφερε η απάλειψη της ανασφάλειας όσον αφορά στη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αντίστοιχες μεγάλες μεταβολές κατά την περίοδο αυτή παρατηρούνται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Η θετική αυτή συγκυρία για την ελληνική οικονομία φαίνεται να σταματά κάπου στο 2007 όταν η διεθνής κρίση χτυπά την Ελλάδα και ξεκινά σημαντική αποεπένδυση των ΑΞΕ ιδίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα στο οποίο το επενδυμένο κεφάλαιο είναι πιο ρευστό, συμπαρασύροντας και κλάδους της πραγματικής οικονομίας. Τα αποθέματα ΑΞΕ στην Ελλάδα μειώθηκαν περισσότερο από οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ με αποτέλεσμα αυτό να αποτελέσει σημαντικό πλήγμα για μία οικονομία η οποία ήδη αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα μειωμένης ανταγωνιστικότητας και λόγω της κρίσης βρισκόταν περισσότερο από ποτέ σε ανάγκη για εισροή παραγωγικών κεφαλαίων.
Εξετάζοντας τους παράγοντες οι οποίοι δημιουργούν αυτή την απώλεια ελκυστικότητας της ελληνικής οικονομίας για ΑΞΕ πέρα από τους κατά βάση οικονομικούς παράγοντες όπως το μέγεθος της εγχώριας οικονομίας, το κόστος παραγωγής, η παραγωγικότητα της εργασίας, το κατά κεφαλήν εισόδημα και ο όγκος του εμπορίου κτλ, υπάρχει και μία σειρά παραγόντων που αφορούν στο ρόλο των θεσμών και της πολιτικής σταθερότητας που επικρατεί σε μία χώρα για την προσέλκυση ξένων επενδυτών. Η ποιότητα των θεσμών επηρεάζει τις ΑΞΕ καθώς οι κακοί θεσμοί ενέχουν πρόσθετο κόστος για τους επενδυτές, ενώ λόγω του υψηλού μη ανακτήσιμου κόστους των ΑΞΕ οποιαδήποτε αστάθεια αποτελεί σοβαρό αποτρεπτικό παράγοντα ειδικά για τις πρωτογενείς (Greenfield) ΑΞΕ.
Πρόσφατη μελέτη για τους λόγους της διστακτικότητας των διεθνών επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα η οποία διεξήχθη από την όμιλο συμβούλων “Boston” (The Boston Consulting Group (BCG)) δείχνει ότι τα βασικά προβλήματα της Ελλάδας εντοπίζονται σε τέτοιους παράγοντες (γραφειοκρατία, ασταθές νομικό καθεστώς, διαρκείς μεταβολές του φορολογικού πλαισίου, αργές διοικητικές διαδικασίες και απονομή δικαιοσύνης).
Υπάρχουν διάφοροι δείκτες με τους οποίους είναι δυνατό να μετρηθεί η ποιότητα των θεσμών και οι οποίοι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά στη σχετική βιβλιογραφία. Ο δημοφιλέστερος ίσως είναι ο Δείκτης Οικονομικής Ελευθερίας του Heritage Foundation και υπολογίζεται κάθε χρόνο για 161 χώρες. Προκειμένου να υπολογιστεί, λαμβάνονται υπόψη 50 ανεξάρτητες μεταβλητές, οι οποίες ταξινομούνται σε δέκα διαφορετικές κατηγορίες.
Η Ελλάδα για το 2013 κατατάσσεται στην 117η θέση διεθνώς και στην 40η θέση σε σύνολο 43 χωρών στην Ευρώπη και βρίσκεται ως εκ τούτου κάτω του μέσου όρου σε παγκόσμια και ευρωπαϊκή κλίμακα και χαρακτηρίζεται ως μη ελεύθερη οικονομία. Το χαμηλό σκορ οφείλεται στη χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας και την πολιτική αβεβαιότητα. Η κρίση που μαστίζει τη χώρα, τα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας και οι καθυστερήσεις στις διαρθρωτικές αλλαγές κυρίως όσον αφορά στη λειτουργία της αγοράς καθιστούν το περιβάλλον μη ελκυστικό.
Κατά καιρούς, έχουν πραγματοποιηθεί προσπάθειες βελτίωσης του επιχειρηματικού κλίματος στη χώρα ωστόσο αυτές κρίθηκαν εκ του αποτελέσματος σπασμωδικές, ατελέσφορες και χωρίς κάποιο μακρόπνοο σχεδιασμό ο οποίος να εστιάζει στην ανάδειξη συγκεκριμένων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας. Αντ’ αυτού είχαμε μία πανσπερμία επιδοτήσεων και ενισχύσεων μέσω του επενδυτικού νόμου και των τομεακών και περιφερειακών προγραμμάτων των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και του ΕΣΠΑ οι οποίες απορροφήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από κλάδους της μη παραγωγικής οικονομίας και οδήγησαν τελικά σε πληθωριστικές τάσεις και μείωση της ανταγωνιστικότητας.
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται πραγματικά μπροστά σε μία κρίσιμη καμπή στην οποία καλείται να αποτινάξει το κακό παρελθόν της και θα ανορθωθεί βάσει των δυνατοτήτων που διαθέτει. Απαραίτητη κρίνεται η χάραξη ενός μακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού με έμφαση στην ανάδειξη των ανταγωνιστικών κλάδων της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την προνομιακή γεωγραφική της θέση. Οι ενέργειες αυτές δε θα έχουν αποτέλεσμα εάν δεν προηγηθεί η αναδιάρθρωση του δημοσίου τομέα και απλοποιηθούν οι διαδικασίες έναρξης δραστηριοτήτων και οι σχέσεις δημοσίου-επιχειρήσεων αλλά και δημοσίου-φορολογουμένων. Η σημασία των δημοσίων επενδύσεων στο πλαίσιο αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται είτε αφορούν σε εθνικούς είτε σε Κοινοτικούς πόρους καθώς έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν βασικό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης. Τα παραπάνω δεν αποτελούν ευχολόγια. Είναι πολιτικές οι οποίες, ανεξάρτητα από τις ΑΞΕ, εξασφαλίζουν υγιή ανάπτυξη μίας χώρας. Απαιτούν ωστόσο πολιτική βούληση, σε ένα κράτος που επί δεκαετίες δομήθηκε σε στρεβλές δομές.
EurActiv.gr
Τετ, 03/07/2013
No comments:
Post a Comment
Only News